Α. Συγκυρία
1.Ευρώπη 2016
Οχτώ χρόνια μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης οι πολιτικές σκληρής λιτότητας στις ευρωπαϊκές χώρες συνεχίζουν και οξύνονται. Αποτελούν τον κύριο οικονομικό, πολιτικό, ιδεολογικό μοχλό με τον οποίο η καπιταλιστική τάξη επιδιώκει να ξεπεράσει τη δομική κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου. Η λογική των πολιτικών αυτών είναι απλή. Μειώνουν το κόστος εργασίας, αυξάνουν τα κέρδη ανά μονάδα κόστους εργασίας και ως εκ τούτου αυξάνουν το ποσοστό κέρδους της αστικής τάξης. Οι πολιτικές των κυβερνήσεων των ευρωπαϊκών κρατών, με μνημόνια ή χωρίς, αποτέλεσαν ακριβώς τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο για τη μείωση του επιχειρηματικού κόστους των αστών. Μειώσεις στα κατώτατα επίπεδα μισθών και συντάξεων, συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας, κατάργηση εργασιακών δικαιωμάτων είναι τα βασικά εργαλεία για την επαναφορά της καπιταλιστικής κερδοφορίας στους σημερινούς ρυθμούς της ανάπτυξης. Αν σε αυτά προσθέσουμε την παραχώρηση, στο όνομα της δημόσιας εξυγίανσης, της δημόσιας περιουσίας στα χέρια της ιδιωτική πρωτοβουλίας, τότε καθίσταται φανερό ότι η λιτότητα στην Ευρώπη σήμερα αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του νεοφιλελεύθερου οικοδομήματος που χτίζεται στις πλάτες των ευρωπαϊκών λαών.
Αυτά δείχνουν ότι η λιτότητα συνιστά θεμελιακά μια ταξική πολιτική. Εξυπηρετεί με αποκλειστικό τρόπο τα συμφέροντα του κεφαλαίου σε βάρος των εργαζομένων, συνταξιούχων, μικροεπιχειρηματιών, ανέργων αλλά και των κοινωνικά αδύναμων ομάδων. Στις ομάδες αυτές κατεξοχήν θέση έχουν οι μετανάστες, οι οποίοι μετά την έκρηξη των προσφυγικών ροών προς την Ευρώπη μέσα στο 2015, έχουν μετατραπεί σε πιόνια κάλυψης των αναγκών του κεφαλαίου για φθηνό εργατικό δυναμικό, αλλά ταυτοχρόνως και σε αποδιοπομπαίους τράγους των δεινών που πλήττουν τους ευρωπαϊκούς λαούς.
Τα αίτια βέβαια του προσφυγικού ρεύματος δεν μπορούν να αφεθούν χωρίς μια κριτική ματιά. Η ανάμιξη για δεκαετίες των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων ΗΠΑ, Ρωσίας αλλά και Ευρωπαϊκών κρατών στη Μέση Ανατολή πέτυχε, εκτός από την προώθηση των οικονομικών συμφερόντων των καπιταλιστών και το θάνατο και τα δεινά χιλιάδων αμάχων, να οδηγήσει σε έξαρση φονταμενταλιστικών ισλαμιστικών κινημάτων, στα οποία περίοπτη θέση έχει πλέον ο ISIS. Έτσι, η αποτυχημένη εμπλοκή των ιμπεριαλιστών στον συριακό εμφύλιο πόλεμο αφενός, και η επικράτηση του Ισλαμικού κράτους με όλες τις συνεπαγόμενες κτηνωδίες του αφετέρου, αναγκάζουν χιλιάδες ανθρώπους να καταφύγουν στην Ευρώπη, ώστε να σωθούν από την καταστροφή του πολέμου και τις φρικαλεότητες των τζιχαντιστών.
Πώς τους υποδέχεται η «προηγμένη» μας ήπειρος; Στήνοντας νέα τείχη σε ΠΓΔΜ, Σλοβενία, Αυστρία και Ουγγαρία, κρατώντας τα παλιά της σε Ισπανία και Ελλάδα, στηρίζοντας τη δομές ελέγχου των θαλασσίων της συνόρων μέσω της FRONTEX, συνάπτοντας συμφωνίες με τον Ερντογάν για να κρατήσει ξεριζωμένους επί ασιατικού εδάφους, επιτρέποντας την είσοδο των ΝΑΤΟϊκών ναυτιλιακών δυνάμεων στο Αιγαίο, επιβάλλοντας ανώτατα όρια εισδοχής σε διάφορα κράτη, κλείνοντας τους πρόσφυγες σε στρατόπεδα «φιλοξενίας» και επιτρέποντας φασιστικά πογκρόμ εναντίον τους σε κάθε σημείο που καταφτάνουν. Μια Ευρώπη-Φρούριο.
Το όραμα της Ευρώπης φρούριο επανέρχεται στην πολιτική συζήτηση για τη δήθεν διαφύλαξη της ευρωπαϊκής3 ηπείρου και καμία ευρωπαϊκή κυβέρνηση δεν δείχνει πρόθυμη να συγκρουστεί με την υπάρχουσα κατάσταση.
Από τη μεριά της η ελληνική κυβέρνηση διατηρεί την υφιστάμενη απάνθρωπη κατάσταση, χωρίς να προτίθεται να συγκρουστεί, υιοθετώντας όλες τις ρατσιστικές αποφάσεις και πολιτικές οδηγίες που δίνονται από την υπόλοιπη Ευρώπη. Όσους όρκους πίστης στις αξίες του ανθρωπισμού και αν προσπαθεί να δώσει η ελληνική κυβέρνηση, φέρει τεράστιο μερίδιο ευθύνης για την τραγωδία που συντελείται καθημερινά στο Αιγαίο. Η είσοδος του ΝΑΤΟ στα σχέδια αποτροπής των προσφύγων, εγκαινιάζει σε τελικό επίπεδο την πιο βάρβαρη φάση της Ευρώπης – Φρούριο, με την σφραγίδα και τη σύμφωνη γνώμη της ελληνικής κυβέρνησης η οποία σπεύδει να ονομάσει τις βίαιες επαναπροωθήσεις των προσφύγων που θα επιχειρούν από κοινού Frontex και NATO, ως διάσωση των προσφύγων.
Σε αυτήν την εκκολαπτόμενη στρατιωτικοποιήση βέβαια συνέβαλαν τα μέγιστα και οι πολύνεκρες τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι από τους ίδιους εξτρεμιστές που οδηγούν σε κατατρεγμό χιλιάδες πρόσφυγες. Οι επιθέσεις αυτές επέτρεψαν την καλλιέργεια ενός έντονου κλίματος ξενοφοβίας και ρατσισμού και την περαιτέρω ενίσχυση της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη, που επιδιώκει να αναδείξει τους μετανάστες ως παράγοντα που απειλεί την κανονικότητα και την ευημερία της καθημερινής ζωής στην Ευρώπη.
Όλα αυτά επιτρέπουν την αναγωγή των προσφυγικού ρεύματος σε ζήτημα κυρίως δημόσιας τάξης και ασφάλειας, δίνοντας την ευκαιρία για τη δημιουργία ολοκληρωτικών δομών αστυνομικού ελέγχου μέσα στην Ευρώπη. Ήδη αυτοί οι μηχανισμοί καταστολής στρέφονται και ενάντια των εσωτερικών εχθρών του συστήματος, όπως φάνηκε από την πρωτοφανή απόπειρα να εκδοθούν στη Ιταλία 5 αγωνιστές-συμμετάσχοντες στη συγκέντρωση διαμαρτυρίας κατά της EXPO 2015, δυνάμει του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης.
2.Κεντρική πολιτική σκηνή
Μετά τις εκλογές της 20ης Σεπτέμβρη, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα αναδιαρθρωμένο κοινοβούλιο με μια αυξημένη και ετερόκλητη μνημονιακή πλειοψηφία, στο οποίο το μόνο κόμμα που θα μπορούσε να ενταχθεί στο φάσμα της Αριστεράς είναι το ΚΚΕ. Κυρίαρχα στοιχεία αυτού του εκλογικού αποτελέσματος είναι η θεαματική αποχή μεγάλου μέρους του εκλογικού σώματος σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές, η είσοδος της Ένωσης Κεντρώων για πρώτη φορά στη Βουλή και η σταθεροποίηση της Χρυσής Αυγής ως τρίτη πολιτική δύναμη.
Η νέα αυτή μνημονιακή πλειοψηφία μετατοπίζει το κύριο δίπολο της κεντρικής πολιτικής σκηνής της προηγούμενης περιόδου «μνημόνιο-αντιμνημόνιο» στο «προοδευτική πολιτική διαχείριση-συντηρητική πολιτική διαχείριση». Αυτή η μετατόπιση αποτελεί μια απόπειρα αποϊδεολογικοποίησης της πολιτικής και της αποδοχής της παρούσας τάξης πραγμάτων ως ένα «φύσικο» πλαίσιο, αναδεικνύοντας μόνο διαχειριστές της και αποκλείοντας εμμέσως το ενδεχόμενο αμφισβήτησής της σε επίπεδο κοινοβουλίου, αλλά και εμμέσως πλην σαφώς στο δημόσιο λόγο.
Η σημαία του τεχνοκρατισμού αποτελεί κοινό τόπο της Ένωσης Κεντρώων με το «Ποτάμι», η οποία ωστόσο διατηρεί μια δεξαμενή ψηφοφόρων βασιζόμενη σε ένα διακριτό τρίπτυχο, αυτό της κάθαρσης-εξορθολογισμού του κράτους, της αυτοπαρουσίασης ως νέο και του προσωποκεντρισμού-λαϊκισμού. Η Ένωση Κεντρώων διατηρεί το δεξιό ιδεολόγημα ότι κάθε κινητοποίηση κοινωνικών τάξεων είναι μάταια, πόσο μάλλον όταν αυτές εκπροσωπούνται στο κοινοβούλιο. Η λογική «πολιτισμένου διαλόγου» ανάμεσα στους εργαζόμενους και το κεφάλαιο, σε παρόμοια πολιτική κατεύθυνση με το «Ποτάμι», παρουσιάζεται ως η μόνη δέουσα λύση σε τέτοιου τύπου ζητήματα.
Το «Ποτάμι» με τη σειρά του εκφράζοντας πάγια μια τεχνοκρατική αντίληψη για την άσκηση πολιτικής, που συντηρεί το υπάρχον πολιτικό σύστημα, συνεχίζει να προσελκύει μία υπολογίσιμη -παρ’ ότι μειωμένη- μερίδα ψηφοφόρων, βασιζόμενο στο επικοινωνιακό τρίπτυχο του ευρωπαϊσμού-αστικού κοσμοπολιτισμού, της επαναφοράς του εγχώριου ανταγωνισμού-της ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας σε διεθνές επίπεδο και ενός ιδιόμορφου εναλλακτισμού (π.χ. δικαιώματα φύλου, περιβάλλον).
Ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί έναν από τους κύριους διαμορφωτές της πολιτικής ζωής της χώρας, έχοντας καταφέρει να τοποθετήσει την Αριστερά στο περιθώριο και να διαμορφώσει να διαμορφώσει ένα νέο διαταξικό μπλοκ αναφοράς, αλλάζοντας τη μερίδα των κοινωνικών στρωμάτων που θέλει να υπερασπιστεί. Η ταξική μεροληψία, την οποία ευαγγελιζόταν, θυσιάζεται χάριν ενός επικοινωνιακού παιχνιδιού που θεωρεί πως θα εξασφαλίσει να διατηρήσει την απαραίτητη στήριξη για να παραμείνει στην κυβέρνηση και να επανεκλεγεί.
Το επικοινωνιακό παιχνίδι αυτό είναι ένα σενάριο αντιμαχόμενων πλευρών (Ευρωπαϊκοί Θεσμοί και κυβέρνηση), η μία εκ των οποίων είναι καταδικασμένη να χάνει πάντα. Με αυτό το πλασματικό επικοινωνιακό δίπολο εγγυάται η μαχητική ρητορεία του αγωνιζόμενου υπερασπιστή του ελληνικού λαού και παράλληλα συντηρείται η λογική του αναγκαίου κακού και άρα η δικαιολογημένη εφαρμογή του μνημονίου. Σε συνδυασμό με τη φρούδα ελπίδα του παράλληλου προγράμματος, έχει καταφέρει να κρατήσει το όνομα της Αριστεράς σε μεγάλη μερίδα των υποστηρικτών του, πράγμα που αποτελεί δυσμενή συνθήκη για την ανάπτυξη αντιπολίτευσης στα αριστερά του με όρους αξιώσεων.
Η κυβέρνηση, εκμεταλλευόμενη την απουσία αριστερής ριζοσπαστικής αντιπολίτευσης στο κοινοβουλευτικό επίπεδο, καταχράται το όνομα και το πολιτικό βάρος της Αριστεράς προκειμένου να εμφανισθεί ως η «λιγότερο επώδυνη» επιλογή μπροστά στην απροκάλυπτα σκληρή νεοφιλελεύθερη στάση της ΝΔ υπό τη νέα ηγεσία του Κ. Μητσοτάκη. Στη βάση αυτής της αλλαγής ηγεσίας, παρατηρούμε μια ουσιαστική πολιτική μεταστροφή της ΝΔ από ένα σκεπτικό «οικουμενικού σχήματος για το καλό της Ελλάδας», με το οποίο ο Ευ. Μεϊμαράκης κατάφερε να διατηρήσει δυνάμεις στις εκλογές του Σεπτεμβρίου, σε ένα ακραία νεοφιλελεύθερο που υποστηρίζει ότι τις αναγκαίες και μακροχρόνια εποικοδομητικές μεταρρυθμίσεις για την ανάπτυξη και την προσέλκυση επενδύσεων είναι πιο προωθητικό να τις φέρουν οι αυθεντικοί υποστηρικτές τους παρά οι πρόσφατα πεισμένοι ή και μεταμελημένοι «αριστεροί». Με τον τρόπο αυτό ξεκινά μία νέα περίοδος για τη ΝΔ, στην οποία συγκρούεται μετωπικά με την κυβέρνηση σε μια απόπειρα συσπείρωσης των ψηφοφόρων της.
Το ΠΑΣΟΚ στην προσπάθεια του για οργανωτική και πολιτική ανασυγκρότηση επιχειρεί να ανανεώσει το προφίλ του σε επίπεδο ρητορείας σε μια κατεύθυνση οριοθέτησης από τη Νέα Δημοκρατία και «επιστροφής στις αξίες». Εγκαλεί την κυβέρνηση για λαϊκισμό και την κατηγορεί για προπαγανδιστική πρακτική και για ανεπάρκεια σοβαρότητας. Βρισκόμενο στο μεσοδιάστημα του νεομνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ και της αναστηλωμένης ΝΔ, καλεί τους παλιούς του υποστηρικτές πίσω πάνω στην πλέον ασαφή και αντιφατική βάση (αναφορές στη σοσιαλδημοκρατία – μνημόνιο), δίχως να έχει κάποιο ουσιαστικά ελκυστικό πολιτικό πρόταγμα. Τέλος, διατηρεί ένα κρατικό-μιντιακό πλέγμα διαφθοράς (μεσοστελέχη υπουργείων, τοπική αυτοδιοίκηση, ΜΜΕ) που του προσφέρει έναν υπολογίσιμο μηχανισμό αναπαραγωγής. Όσον αφορά τις εκλογικές του επιδόσεις, το ποσοστό που συγκέντρωσε ο εκλογικός συνασπισμός της Δημοκρατικής Συμπαράταξης στην ουσία άθροισε τα ποσοστά των συνιστωσών του, χωρίς να φαίνεται κάποια προοπτική ανόδου.
Όσον αφορά τη Χρυσή Αυγή, η ανθεκτικότητα των εκλογικών ποσοστών της αποτελεί ακράδαντο τεκμήριο για το προφίλ του σημερινού ψηφοφόρου της. Σε αυτό δεν γίνεται να παραγνωρίζουμε την ιστορική τάση ανόδου του φασισμού και της ακροδεξιάς σε περιπτώσεις οικονομικής κρίσης και οξυμένων κοινωνικών αντιθέσεων. Οι πρακτικές του φαστιστικού φαινομένου ωστόσο έχουν γίνει πλέον ευρύτερα γνώστες ώστε η στήριξη στην ΧΑ δεν γίνεται να δικαιολογείται πλέον με όρους άγνοιας ή παραπλάνησης. Η ψήφος στη Χρυσή Αυγή έχει αποκτήσει μόνιμα χαρακτηριστικά γι’ ορισμένους ανθρώπους , γεγονός που λιγότερο ή περισσότερο παράγει μια ιδιαίτερα ανησυχητική ιδεολογική ένταξη.
Τέλος, στις τελευταίες εκλογές παρατηρήσαμε μια ραγδαία αύξηση των ποσοστών αποχής (σε σχέση με τις προηγούμενες) καθ’ ότι μετά τη δεξιά στροφή του ΣΥΡΙΖΑ η κρίση πολιτικής εκπροσώπησης έχει ενταθεί. Αυτό το φαινόμενο δημιουργεί μια νέα δεξαμενή «πολιτικής απογοήτευσης» η οποία μπορεί να εκρεύσει προς δύο τελείως διαφορετικές κατευθύνσεις: προς την ενεργό αντιπολίτευση στις εφαρμοζόμενες πολιτικές ή στην πλήρη πολιτική αδράνεια με επιθετικές διαθέσεις ενάντια στην πολιτική καθολικά.
Όσο τα μνημονιακά μέτρα περνούν απ’ το ελληνικό κοινοβούλιο το ένα μετά το άλλο, στον τομέα των δικαιωμάτων φύλου ψηφίζεται ένα θετικό, αν και ανεπαρκές, νομοσχέδιο που επεκτείνει το Σύμφωνο Συμβίωσης και για τα ομόφυλα ζευγάρια. Στο εν λόγω νομοσχέδιο αποτυπώνεται η κατοχύρωση κληρονομικών, φορολογικών, κοινωνικοασφαλιστικών, εργασιακών και γενικότερων οικογενειακών σχέσεων στα ομόφυλα ζευγάρια, αλλά και η συμβολική υφή της πλέον καθ’ όλα θεσμικής-νόμιμης δήλωσης σεξουαλικού προσανατολισμού εκ μέρους των ομοφυλόφιλων. Βασική έλλειψη του νομοσχεδίου, όπως σημειώνουν και μέλη της lgbtqi κοινότητας είναι η αδυναμία τεκνοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια, καθώς και η μη θεσμοθέτηση ταυτότητας φύλου.
3.Πολιτικές λιτότητας
Αναμφισβήτητα το νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο Κατρούγκαλου έχει ανοίξει μια τεράστια συζήτηση και έχει δημιουργήσει θύελλα αντιδράσεων στην πλειοψηφία του πληττόμενου κόσμου. Η κυβέρνηση υπό την κατακραυγή και την πολιτική αποδοκιμασία των νέων, των εργαζομένων, των αγροτών και των συνταξιούχων για το επικείμενο νομοσχέδιο, παρουσιάζει την επιχειρούμενη κατεδάφιση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης ως «εξασφάλιση του δημόσιου και αναδιανεμητικού χαρακτήρα του».
Εκτός από την εικονική αντιπαράθεση ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ, υπάρχει και η πραγματικότητα. Το νέο ασφαλιστικό αποτελεί ακόμη μια επίθεση σε βάρος του κόσμου της εργασίας και πρέπει να αποσυρθεί. Ικανοποιεί τα πιο επιθετικά σχέδια της άρχουσας τάξης και των δανειστών, και γι αυτό αποτελεί όπλο καταστροφής των δικαιωμάτων εκατομμυρίων νυν ασφαλισμένων αλλά και των ασφαλιστικών δικαιωμάτων των επόμενων γενεών. Είναι κατ’ ουσία η πιο εφιαλτική εκδοχή του «δόγματος του ΣΟΚ» που εμπνέει το ελληνικό πρόγραμμα προσαρμογής, όπως υλοποιείται με τα διαδοχικά μνημόνια. Δείγματα αυτής της συνεχιζόμενης πολιτικής τα έχει βιώσει ήδη ο λαός και οι εργαζόμενοι με την εκτίναξη της ανεργίας σε επίπεδα ρεκόρ για την χώρα την τελευταία πενταετία. Αν αναλογιστεί κανείς την υπονόμευση των εργασιακών σχέσεων, την κατάργηση των ΣΣΕ και της εθνικής ΣΣΕ, την κατακόρυφη άνοδο της μαύρης και ανασφάλιστης εργασίας – που πλήττει κατεξοχήν τους νέους/ες- καθώς και την κατάρρευση των ασφαλιστικών ταμείων και των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, είναι σαφές ότι το νέο ασφαλιστικό έρχεται να επισφραγίσει μια μακρά περίοδο λιτότητας επιδεινώνοντας την υπάρχουσα κατάσταση.
Με βάση το Μνημόνιο 3 η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έχει δεσμευτεί να εξοικονομήσει 1,8 δις προερχόμενο από την οικονομική απομύζηση των εργαζομένων, των αγροτών και των συνταξιούχων. Ειδικότερα στην πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης προβλέπεται εξοντωτική αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών για τους ελεύθερους επαγγελματίες, τους αυτοαπασχολούμενους και τους εργαζόμενους με μπλοκάκια, που σε συνδυασμό με την φορολογική επίθεση που αναμένεται, θα τους οδηγήσει σε έξοδο από το επάγγελμα και στην ανεργία. Όλα αυτά την ώρα που οι θεσμοί δεν κάνουν καν δεκτή της αύξηση των εργοδοτικών εισφορών κατά μόλις 1%. Θύματα της ίδιας πολιτικής αποτελούν και οι μικροί και μεσαίοι αγρότες που ουσιαστικά το ασφαλιστικό νομοσχέδιο τους θέτει εκτός της αγροτικής παραγωγής και των γεωργικών εργασιών τριπλασιάζοντας τις ασφαλιστικές τους εισφορές σταδιακά έως το 2019. Παράλληλα, στο κoμμάτι των συντάξεων προβλέπεται σταδιακή κατάργηση του ΕΚΑΣ, μείωση στις κύριες συντάξεις, διατήρηση της «ρήτρας μηδενικού ελλείμματος», ενώ η ενοποίηση όλων των ταμείων σε ένα υπερταμείο θα οδηγήσει αδιαμφισβήτητα στην ισοπέδωση δικαιωμάτων και παροχών των ασφαλισμένων.
Το πέρασμα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στο αντίπαλο ταξικό στρατόπεδο αντικατοπτρίζεται και σε μια σειρά άλλων πολιτικών επιλογών που ξεδιπλώθηκαν το προηγούμενο διάστημα. Η διαμόρφωση ενός «ευνοϊκού» περιβάλλοντος για ιδιωτικές επενδύσεις που θα φέρουν την «ανάπτυξη», έχουν ως συνέπεια το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας και την εξυπηρέτηση του εγχώριου και διεθνούς κεφαλαίου. Η ιδιωτικοποίηση μιας σειράς αεροδρομίων και λιμανιών (με χαρακτηριστικότερο το ξεπούλημα του ΟΛΠ), αποτυπώνουν μια λογική αντίθετη στις αρχές και τις αξίες της αριστεράς. Ο δημόσιος χαρακτήρας βασικών κοινωνικών αγαθών τίθεται υπό αμφισβήτηση και οι δυνάμεις της αγοράς προβάλλονται ως ο «ρυθμιστικός παράγοντας» που δήθεν θα αντιστρέψει την κατάσταση. Την ίδια στιγμή προτείνεται από τον κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο του ΣΥΡΙΖΑ ακόμη και η επιβολή διδάκτρων στα δημόσια σχολεία, ενώ το νομοσχέδιο Φίλη μέσω του «εθνικού διαλόγου» επιδιώκει να παρακάμψει τα συλλογικά όργανα των φοιτητών και να προσαρμόσει τη λειτουργία των ΑΕΙ-ΤΕΙ στα ευρωπαϊκά πρότυπα μέσω μιας κατ’ επίφαση δημοκρατικής διαδικασίας. Εκτός όμως από τη δημόσια περιουσία χτυπιέται βάναυσα και η ατομική περιουσία πολιτών μέσω της απελευθέρωσης των πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας και την πώληση των κόκκινων δανείων σε distress funds.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι αντιμέτωπη με το χειρότερο εφιάλτη των προηγούμενων μνημονιακών κυβερνήσεων. Είναι αντιμέτωπη με έναν κόσμο που βγαίνει ξανά στο δρόμο και είναι έτοιμος να παλέψει για τη ζωή του και για την αξιοπρέπειά του. Η κοινωνική διαθεσιμότητα που εκδηλώθηκε με τον πιο δυναμικό τρόπο το καλοκαίρι, προς μια αγωνιστική κατεύθυνση, φαίνεται πως δε σώπασε. Αντιθέτως ξεπροβάλει ξανά μέσα από μικρές και μεγάλες μάχες που αναδύονται ως αντίσταση στο νέο μνημόνιο. Είναι στοίχημα για τη ριζοσπαστική-αντικαπιταλιστική αριστερά να καταφέρει να εκφράσει αυτή την κοινωνική δυναμική σε επιμέρους κοινωνικούς χώρους, να συνδεθεί με τα πληττόμενα κοινωνικά στρώματα και να γεννήσει αντιστάσεις που θα δημιουργήσουν ισχυρά ρήγματα σε μια πολιτική που ήδη φαίνεται πως είναι στα όρια κατάρρευσης και αναζητά κοινοβουλευτικά μαξιλαράκια (Ένωση Κεντρώων, Ποτάμι, ΠΑΣΟΚ) αν όχι οικουμενική μαζί με τη ΝΔ. Ως Αριστερή Ενότητα, θα επιδιώξουμε τους από κοινού αγώνες με τους εργαζόμενους ενάντια στις πολιτικές λιτότητας με κομβική τη μάχη ενάντια στο νέο ασφαλιστικό αλλά και την ενίσχυση πρωτοβουλιών αλληλεγγύης στους πρόσφυγες και τους μετανάστες όπως η πανευρωπαϊκή αντιρατσιστική κινητοποίηση στις 18-21 Μάρτη.
4.Κινηματικές απαντήσεις
Από τους πρώτους μήνες μετά την ανάληψη καθηκόντων από τη νέα κυβέρνηση, η κινητοποιήσεις ενάντια στο νέο ασφαλιστικό υπήρξαν ιδιαίτερα μαζικές και κλιμακούμενες με αποκορύφωμα την 4η Φλεβάρη, που θύμισε τις αντιμνημονιακές κινητοποιήσεις του 2010 σε μαζικότητα και παλμό. Στις ήδη πληττόμενες επαγγελματικές ομάδες / κοινωνικά στρώματα ήρθαν να προστεθούν και άλλες (όπως γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί), που παραδοσιακά βρίσκονταν σε ευνοϊκότερη οικονομική/κοινωνική κατάσταση, εντασσόμενοι πολλές φορές σε ένα φαντασιακό προσωπικής ανέλιξης/καταξίωσης βάσει κλάδου, και σύμφωνα με αυτά θεωρούνταν συμμέτοχοι μιας δυνάμει αντιπαραθετικής ταξικής συμμαχίας από τη δική μας. Μέσα από αυτή τη διαδικασία ανακατάταξης, οι ομάδες αυτές δεν αλλάζουν δεδομένα ταξική συστράτευση, παρ’ ότι βλέπουν το φαντασιακό τους να προδίδεται, αλλά και να υποβαθμίζεται τόσο οικονομικά όσο και από άποψη αίγλης η κοινωνική τους θέση. Υπόθεση της αριστεράς είναι η ιδεολογική ηγεμονία και η προώθηση ριζοσπαστικών αιτημάτων, σε αντίθεση με μια οριζόντια κυβερνητική παραφιλολογία που μιλάει για διαμαρτυρία «κατσαρόλας».
Ακόμη, από τις αρχές του χρόνου, μεγάλη μερίδα αγροτών κινητοποιείται ενάντια στις βάρβαρες ρυθμίσεις του προωθούμενο ασφαλιστικού, αλλά και του φορολογικού για τους αγρότες, είτε κλείνοντας εθνικές οδούς είτε με μεγάλες και δριμείες διαδηλώσεις σε μεγάλες πόλεις της χώρας με αποκορύφωμα αυτή της Αθήνας. Ο Υπ. Εργασίας, Γιώργος Κατρούγκαλος, σε μία προσπάθεια να σταματήσουν οι κινητοποιήσεις, κάλεσε τους αγρότες σε «διάλογο» προκειμένου να καταλήξουν από κοινού σε συναίνεση πάνω στο ζήτημα. Η προσπάθεια αυτή έπεσε στο κενό καθ’ ότι ακόμη και η αντιπροσωπεία των αγροτών που συμμετείχε στη συνάντηση, αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο για μια συνάντηση που ούτως ή άλλως δε θα μπορούσε να οδηγήσει σε συμφωνία μιας καθώς οι σκοπιμότητες του μνημονιακού σχεδίου είναι απαράβατες.
Το προσφυγικό υπήρξε όλη την προηγούμενη περίοδο ένα ζήτημα που κινητοποίησε τεράστια μάζα κόσμου, πέραν όσων εμπλέκονται τακτικά με τα κινήματα, με συλλογές τροφίμων και άλλων ειδών πρώτης ανάγκης σε όλη τη χώρα, συμμετοχή σε αντιρατσιστικές πορείες και πορείες ενάντια στο φράχτη του Έβρου. Οι αυτοοργανωμένες δομές που ξεπήδησαν ανά τη χώρα στους κρίσιμους κόμβους απ’ όπου περνούν οι πρόσφυγες συνεισέφεραν στη κάλυψη υλικών και μη αναγκών (σίτισης στέγασης, φροντίδας). Παραδείγματα τέτοιων δομών που λειτουργούν μέχρι σήμερα είναι η Αυτοοργανωμένη Πρωτοβουλία Αλληλεγγύης στους Πρόσφυγες και τους Μετανάστες (Αθήνα) και η αποστολή της στη Λέσβο που έφτιαξε την Αυτοοργανωμένη Δομή Πλατάνου Συκαμιάς (σώζοντας από πνιγμό αρκετούς πρόσφυγες), το «Νo border kitchen» (Λέσβος) με διεθνή συμμετοχή, και οι καταλήψεις στέγης προσφύγων «Νοταρά 26» (Αθήνα) και «Ορφανοτροφείο» (Θεσσαλονίκη). Το πλέγμα αυτών των δομών εξυπηρετούν διπλή σκοπιμότητα: τόσο τη δημιουργία αντιπαραδείγματος στο κυριάρχο πρότυπο καθώς και την ευαισθητοποίησης της ελληνικής κοινωνίας πάνω στο ζήτημα όσο και στην κάλυψη των καθημερινών αναγκών των προσφύγων.
Β. Πανεπιστήμιο
1.Κατάσταση πανεπιστημίου – φοιτητικού κινήματος
Το ελληνικό πανεπιστήμιο, δομικά λειτουργεί με όρους διεύρυνσης και αναπαραγωγής για το κεφάλαιο, που σήμερα τοποθετείται με όρους καπιταλιστικής ολοκλήρωσης και κυριαρχίας καθώς και ιδεολογικής κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού. Φυσικά όλα αυτά είναι απόρροια της συνθήκης της Μπολόνια. Αναλυτικότερα, τίθενται δύο στόχοι για το νεοφιλελεύθερο πανεπιστήμιο: αφενός η πλήρης επαγωγή της γνώσης στο κριτήριο της οικονομικής ανταποδοτικότητας κι αυτό σημαίνει σπάσιμο των ακαδημαϊκών αντικειμένων, ιδιωτικοποίηση όλο και πιο διευρυμένων μερών του πανεπιστημίου, κατάργηση συλλογικών επαγγελματικών δικαιωμάτων. Αφετέρου, η αναπαραγωγή κοινωνικών συμπεριφορών και ταυτοτήτων που θα εξασφαλίζουν την πειθάρχηση των κυριαρχούμενων γενικά ως ανθρωπότυπου, σε όλες τις πτυχές του δημόσιου βίου τους, άρα και της εργασίας. Εν τούτοις, η εντατικοποίηση, οι διαγραφές και τα όρια φοίτησης, η πρωτοφανής καταστολή, ο καριερισμός, η κάθετη διοίκηση μέσα απ τα Συμβούλια Ιδρύματος, η εξατομίκευση, μόνο αθώες ενδείξεις δεν είναι για το μέλλον μας.
Η συνθήκη που συναρθρώνει αυτές τις πτυχές είναι η κατάσταση έκτακτης ανάγκης που επιβάλλει η κυρίαρχη τάξη προκειμένου να απεμπλακεί απ την ανάγκη συναίνεσης για την διεύρυνση των κερδών και της εξουσίας της. Ενδεικτική είναι και η απαξίωση στην οποία έχουν περιέλθει πανεπιστημιακά ιδρύματα, με την χρηματοδότηση του από τον προϋπολογισμό του κράτους να έχει μειωθεί κατά 70% σε σχέση με το 2010 και κατά 20% μόλις σε σχέση με πέρσι.
Μέσα σε όλη αυτήν την κατάσταση που διέρχεται το πανεπιστήμιο, το φοιτητικό κίνημα οφείλει να αντεπιτεθεί στις παραπάνω πολιτικές. Η απουσία συνεκτικού πολιτικού σχεδίου φανερώνει ένα φοιτητικό κίνημα που βρίσκεται σε ένα τέλμα. Παράλληλα παραμένει κατακερματισμένο καθώς οι ριζοσπαστικές δυνάμεις του, βυθισμένες στην εσωστρέφεια τους, αδυνατούν να δείξουν έναν εναλλακτικό δρόμο απέναντι στον ατομικισμό που διακατέχει το πανεπιστήμιο και τους ίδιους τους φοιτητές. Μεταξύ αλλών η απομαζικοποίηση των συλλογικών διαδικασιών, η ελλειματική συζήτηση στο εσωτερικό των συλλόγων, οι παθογένειες των δόμων και η ανεπαρκής σύνδεση με το κοινωνικό γίγνεσθαι τείνουν να αποτελούν κανόνα και όχι εξαίρεση.
2.Καθημερινότητα φοιτητή
Ως Αριστερή Ενότητα, θεωρούμε πως η νεολαία και το φοιτητικό σώμα ως υποσύνολο αυτής, αποτελούν ως ένα βαθμό μια διακριτή κοινωνική ομάδα με πληθώρα αυτοτελών χαρακτηριστικών. Παράλληλα όμως δεν παύει να διαπερνάται από την κυρίαρχη ταξική αντίθεση, όπως κάθε άλλο κομμάτι της κοινωνίας. Βάσει αυτής της θεώρησης καλούμαστε να διαπιστώσουμε τις αλλαγές που έχει υποστεί η καθημερινότητα του φοιτητή Μέσα στα χρόνια των μνημονίων. Μέχρι τώρα μία καλή φοιτητική πορεία μπορούσε να αποτελέσει το κλειδί για το ξεκίνημα μίας πετυχημένης και ακριβοπληρωμένης καριέρας και ενός κοινωνικού στάτους. Στο πλαίσιο αυτό, δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για την αναπαραγωγή ενός προτύπου φοιτητή καριερίστα, που έβλεπε το πανεπιστήμιο σαν ένα χώρο ανταγωνισμού και ατομικής ανέλιξης. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο συλλογικός δρόμος υπονομεύτηκε έναντι του ατομικού, καθώς ο τελευταίος εμφανιζόταν να δίνει αποτελέσματα πολύ πιο εύκολα και γρήγορα.
Με αρχή την οικονομική κρίση και εν συνεχεία την επαναλαμβανόμενη εφαρμογή των μέτρων λιτότητας, ο φοιτητής αρχίζει να βλέπει αυτό ακριβώς το πρότυπο να καταρρέει, καθώς γίνεται εμφανές ολόγυρα του, ότι παρά την απόκτηση όλο και περισσότερων προσόντων, η ανεργία και η επισφάλεια δεν κάνουν καμία διάκριση.
Θα μπορούσε εδώ κανείς να περιμένει ότι μετά και από αυτή την κατάσταση ο συλλογικός δρόμος θα μπορούσε να ξαναβγεί στο προσκήνιο, ωστόσο όχι μόνο αυτό δεν συμβαίνει, αλλά ο σημερινός φοιτητής κλείνεται πιο πολύ από ποτέ στην ατομικότητα του. Η όλο και εντεινόμενη οικονομική κρίση φέρνει τον φοιτητή στο ίδιο κυνήγι δεξιοτήτων, αυτή τη φορά όχι υπό το πρίσμα του καριερισμού αλλά υπό το πρίσμα της επιβίωσης.
Ο σημερινός φοιτητής είναι ένας άνθρωπος ο όποιος συνειδητοποιεί ότι δεν θα ζήσει καλύτερα απ’ότι έζησαν οι γονείς του αλλά απλά τρέχει να μαζέψει όσα περισσότερα προσόντα μπορεί μήπως βρει δουλειά. Παράλληλα δεδομένης της οικονομικής κατάστασης της οικογένειας του, είναι αναγκασμένος να δουλέψει είτε μόνιμα είτε περιστασιακά, για να καλύψει τις σπουδές του. Η κατάσταση αυτή σε συνδυασμό με τη ραγδαία εντατικοποίηση των σπουδών δημιουργεί ένα ασφυκτικό πλαίσιο, το οποίο δεν επιτρέπει οποιαδήποτε άλλη ενασχόληση εκτός από τη σχολή.
3.Εθνικός διάλογος και νομοσχέδιο Φίλη
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι , η προσχώρηση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ σε μια νεοφιλελεύθερη λογική σχετικά με τα ζητήματα της παιδείας σηματοδοτείτε από την εκκίνηση του «εθνικού διαλόγου για την Παιδεία» και ολοκληρώνεται με το νομοσχέδιο Φίλη ,που κατ’ αρχήν διαφέρει ελάχιστα από το νόμο Διαμαντοπούλου.
Η Διεξαγωγή του Εθνικού Διαλόγου ,σύμφωνα με την κυβέρνηση, δημιουργήθηκε για να αποτελέσει μια δεξαμενή απόψεων και προτάσεων ώστε να διαμορφωθεί το νομοσχέδιο για την παιδεία λαμβάνοντας υπ΄όψιν τις κοινωνικές ανάγκες . Βάση του αποτελεί , μια επιτροπή 35 ατόμων ,κατά κύριο λόγο πανεπιστημιακών αλλά και καθηγητών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης , ενώ θεωρητικά είναι ανοιχτός σε όλους όσους έχουν σχέση με το χώρο της παιδείας – φοιτητές ,μαθητές ,καθηγητές.
Παρατηρώντας τα βασικά σημεία , η πολιτική στοχοθεσία που κρύβεται πίσω από την διεξαγωγή του «εθνικού διαλόγου» διαπιστώνεται αρχικά , από τον τρόπο εκλογής των μελών που αποτελούν την επιτροπή , ο οποίος δεν ήταν άλλος από την απευθείας ανάθεση. Σχετικά με τα πρόσωπα που επιλέχθηκαν ,η επιτροπή διαλόγου αποτελείται κυρίως από πανεπιστημιακούς που έχουν σχέση με το ώρο του ΠΑΣΟΚ και έχουν ξαναασχοληθεί με ζητήματα της παιδείας τα χρόνια της θητείας του Σημίτη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο πρόεδρος της επιτροπής Αντώνης Λιάκος , εκ των βασικών ιδεολόγων του εκσυγχρονισμού της περιόδου Σημίτη, ηγήθηκε της κίνησης των πανεπιστημιακών που στήριξαν την μεταρρύθμιση Γιαννάκου το 2006-7, την ώρα που τα ΜΑΤ άνοιγαν τα κεφάλια των φοιτητών που διαμαρτύρονταν. Επίσης περιλαμβάνει και μέλη προερχόμενα από τη ΝΔ και το ΠΟΤΑΜΙ . Επιλέχθηκε να αποτελείται δηλαδή , αποκλειστικά από εκπροσώπους των μνημονιακών κομμάτων , αποκαλύπτοντας τις νεοφιλελεύθερες βλέψεις της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ για την παιδεία .
Επιπρόσθετα , αν και ο «εθνικός διάλογος» είναι ανοιχτός σε οποιονδήποτε μαθητή ,φοιτητή ,καθηγητή , δεν προβλέπεται να αποτυπώνεται πουθενά η γνώμη όλων αυτών μέσα στη διαδικασία . Πρόκειται δηλαδή ξεκάθαρα για ένα επικοινωνιακό τέχνασμα , που αν και θέλει να δώσει την εντύπωση της εξωστρέφειας, αυτή ακυρώνεται από την αντιδημοκρατικότητα που διακατέχει την διαδικασία . Για όλους αυτούς τους λόγους , ο «εθνικός διάλογος» αποδοκιμάστηκε εξ αρχής από τις δυνάμεις της φοιτητικής αριστεράς, οι οποίες μάλιστα εμπόδισαν τη διεξαγωγή τους περισσότερες από μία φορές.
Παρατηρώντας την μεγάλη εικόνα , έχουμε να κάνουμε με ένα παιχνίδι δέσμευσης εκ μέρους της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ της υποστήριξης του επερχόμενου νομοσχεδιού από τα κόμματα της αντιπολίτευσης . Μετατρέπει δηλαδή έναν χώρο, όπου θα μπορούσε -κατά τα λεγόμενά της- να δομήσει ένα παράλληλο αριστερό πρόγραμμα, στο αντίστροφό του, σε γέφυρα «εθνικής» συνεννόησης και συνεχίζει όσον αφορά την παιδεία , το « έργο» που άφησαν στη μέση οι προηγούμενες κυβερνήσεις ΝΔ , ΠΑΣΟΚ .
Κορωνίδα των μεταρρυθμίσεων στην παιδεία το νομοσχέδιο Φίλη , που απ΄τα προσχέδια του φαίνεται ότι στα βασικά σημεία κινείται στα ίδια πλαίσια με το νόμο Διαμαντοπούλου και στοχεύει στην ολοκλήρωση της εισόδου των εταιρειών στα πανεπιστήμια . Αν και στα όργανα του Ιδρύματος –Πρύτανης , Σύγκλητος , Συμβούλιο Ιδρύματος – προστίθεται το πρυτανικό συμβούλιο , η λέξη – κλειδί για να αναλύσουμε την πολιτική που θα ακολουθήσει η κυβέρνηση γύρω από τα Πανεπιστήμια , είναι τα Συμβούλια Ιδρύματος (ΣΙ) τα οποία εξακολουθούν να υπάρχουν με το ρόλο του εισηγητή στη Σύγκλητο .Μεταξύ άλλων θα εισηγούνται «τις διαδικασίες και τις πηγές για την εύρεση μέσων και πόρων για την ανάπτυξη του Ιδρύματος, τη χρηματοδότηση ερευνητών και αποφοίτων και την οικονομική ενίσχυση των φοιτητών».
Λαμβάνοντας υπ΄όψιν τις μνημονιακές υπαγορεύσεις , την δέσμευση στην εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ και την υποχρηματοδότηση των ιδρυμάτων μπορούμε να κάνουμε λόγο για ένα ακόμη εντεινόμενο «πανεπιστήμιο των αγορών» . Το πανεπιστήμιο που θα παρέχει στις εταιρείες τον μηχανικό εξοπλισμό και το ανθρώπινο δυναμικό του ώστε αυτές να κάνουν έρευνα και να χρηματοδοτούν τα ιδρύματα . Έτσι η πανεπιστημιακή έρευνα συνεχίζει να αδιαφορεί για τις ανάγκες της κοινωνίας και μετατρέπεται σε εργαλείο στη διάθεση του καπιταλισμού . Κοιτάζοντας λίγο πιο μακριά οι σχολές ανθρωπιστικών σπουδών που δεν συνδέονται με τις ανάγκες των πολυεθνικών για έρευνα , θα στερούνται αυτή την πηγή χρηματοδότησης και σε συνδυασμό με την κρατική υποχρηματοδότηση , πολλές απ΄αυτές θα έρθουν αντιμέτωπες με το κλείσιμο . Η χρηματοδότηση δηλαδή χρησιμοποιείται έντεχνα για να προωθηθούν στην κοινωνία οι επιστήμονες που έχουν ανάγκη οι αγορές .
Και επειδή για να μιλάμε για «πανεπιστήμιο των αγορών» πρέπει πρώτα απ΄όλα να καταργήσουμε αυτό που λέμε « πανεπιστήμιο των φοιτητών». Από το νομοσχέδιο προβλέπεται χαμηλό ποσοστό εκπροσώπησης των προπτυχιακών και μεταπτυχιακών φοιτητών στη Σύγκλητο , στην Κοσμητεία και τη ΓΣΤ . Δεν ξεκαθαρίζεται αν θα έχουν δικαίωμα ψήφου ή όχι – στο νομοσχέδιο Διαμαντοπούλου δεν είχαν- πάντως και χωρίς την παρουσία τους δεν θα επηρεάζεται η απαρτία .
Επιπρόσθετα ,στο ζήτημα του ασύλου δεν αλλάζει τίποτα από το νόμο Διαμαντοπούλου. Σχετικά με τη χρονική διάρκεια των σπουδών , από τη μια καταργούνται οι διαγραφές φοιτητών, από την άλλη φοιτητικές παροχές – σίτιση , στέγαση, μεταφορές – δεν θα δικαιούται ο φοιτητής μετά το πέρας των ν+2 χρόνων . Έχουμε πάλι να κάνουμε με ένα επικοινωνιακό τέχνασμα της αυτοαποκαλούμενης «αριστερής» κυβέρνησης που στο όνομα της ελευθερίας και του ανθρωπισμού που θέλει να λέει ότι υπερασπίζεται δεν μπορεί να μιλήσει για «διαγραφές φοιτητών» , αλλά αντιμετωπίζει το φοιτητή σαν «κόστος» για το ίδρυμα , το οποίο θέλει να περιορίσει στερώντας του κοινωνικές παροχές.
Εν κατακλείδι , το πανεπιστήμιο , οι φοιτητές , η γνώση γίνονται βορά στις μνημονιακές απαιτήσεις των θεσμών ενώ ο νεοφιλελευθερισμός ηγεμονεύει πλήρως ιδεολογικά στο χώρο της παιδείας εφόσον όλες οι μεταρρυθμίσεις γίνονται προς όφελος των αγορών αδιαφορώντας για την ύπαρξη , τις ανάγκες και τις επιθυμίες του ανθρώπου – φοιτητή .
Γ. Σχεδιασμός
1.Μια νέα αντίληψη για τη καθημερινή παρέμβαση μας
Αναγνωρίζοντας ότι τα υποκείμενα της πολιτικής δράσης υφαίνουν μια κοινή ταυτότητα χαράζοντας διαχωριστικές ανάμεσα σε «εμάς» και «αυτούς», οφείλουμε να αντιπαλέψουμε την διαδεδομένη αντίληψη πως η παρέμβαση στα πανεπιστήμια έχει μια παγιωμένη μεθοδολογία και είναι επί της ουσίας μικρογραφία της απαξιωμένης πολιτικής σκηνής. Κατά συνέπεια καλούμαστε: πρώτον να μετατοπίζουμε όλο και περισσότερο τη διαχωριστική «εμείς» και «αυτοί», στη βάση των κοινών συμφερόντων και την επιδίωξη νικών της νεολαίας – εισάγοντας ωστόσο στην εξίσωση τα ταξικά χαρακτηριστικά της – και την προσπάθεια ριζοσπαστικοποίησης της καθημερινότητας, των επιθυμιών και πρακτικών της. Δεύτερον, να επενδύσουμε στην αυτονομία των κοινωνικών χώρων και των εργαλείων παρέμβασης και πολιτικής δράσης με βάση τα χαρακτηριστικά των χώρων.
Η αναζήτηση μιας τέτοιας τομής σε επίπεδο πρακτικής απαιτεί μια ενδοσκόπηση στο υπάρχον συνδικαλιστικό υπόδειγμα, όχι με όρους καθολικής απόρριψης του αλλά για την περαιτέρω εμβάθυνση και μετασχηματισμό των διάφορων πτυχών. Με βάση αυτά, θα πρέπει να μιλήσουμε για μια δομική αδυναμία που προκύπτει από τη υπάρχουσα ανολοκλήρωτη μορφή του φοιτητικού συνδικαλισμού (απουσία τριτοβάθμιου οργάνου λχ ΕΦΕΕ). Συνειδητοποιώντας ότι ως φοιτητές πρέπει να έχουμε λόγο για ότι συμβαίνει σε κεντρικό επίπεδο και μας αφορά οφείλουμε να διεκδικήσουμε τη δημοκρατική επανίδρυση της ΕΦΕΕ – όχι σαν ένα μάζεμα αντιπροσώπων, αλλά σαν ένα τριτοβάθμιο πανελλαδικό όργανο των φοιτητών το οποίο θα ελέγχεται δημοκρατικά από τις διαδικασίες και τα όργανα των φοιτητικών συλλόγων (αναγνωρίζοντας ωστόσο τον υπάρχοντα αντιδραστικό συσχετισμό δυνάμεων που αναδεικνύει και το μακροπρόθεσμο αυτού του στόχου).
Παράλληλα δεν έχουμε παρά να αναμετρηθούμε με τη φανερή πλέον αποκρυστάλλωση λογικών και πρακτικών που συμβάλλουν στο φαινόμενο ατονίας του ενδιαφέροντος των φοιτητών για τις συλλογικές διαδικασίες. Για να ξεφύγουμε από τέτοιες λογικές (πλατφορμισμού, μαξιμαλισμού των πολιτικών αναλύσεων) προϋποθέτεται η σφυρηλάτηση ενός πολιτικού ήθους που θα συνδυάζει την αγωνιστική ταυτότητα με το κριτικό άνοιγμα στην διαφορά και τον σεβασμό του άλλου, έχοντας ως γνώμονα όχι την τελική επικράτηση του εγώ αλλά την δημιουργική του ώσμωση ώστε να διασφαλίζεται το καλύτερο συλλογικό αποτέλεσμα.
Η προσπάθεια συγκρότησης αυτού του νέου συνδικαλιστικού υποδείγματος, παρά τις πιθανές επιμέρους χρονικότητες ή υστερήσεις, θα αποτελέσει την αφετηρία για την απελευθέρωση περισσότερων δυνάμεων αντίστασης και δημιουργίας. Σε μια περίοδο που αναμένονται καινούργιες αντιδραστικές νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις στο χώρο της Παιδείας το φοιτητικό κίνημα πρέπει να μην αναλωθεί , με λίγα λόγια, στη μη παραγωγική λογική του να ενεργεί μόνο εφόσον μετρήσει απώλειες και να βρει εκείνους τους χώρους επικοινωνίας, συντονισμού και δράσης που θα του επιτρέψουν να αντισταθεί και συνάμα να συζητήσει τις δικές του επιδιώξεις.
Επιπλέον, μια καινούργια αριστερή αντίληψη θα πρέπει να ασχοληθεί με το να προβάλλει στο μέγιστο δυνατό βαθμό την σύνδεση του Πανεπιστημίου με τη κοινωνία και τον κόσμο της εργασίας. Η Αριστερή Ενότητα (όπως και κάθε ριζοσπαστική δύναμη) δεν ενδιαφέρεται για έναν συνδικαλισμό απλά και μόνο μεταξύ τραπεζιού και μοιράσματος φυλλαδίου, αλλά αγωνίζεται για να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι των κινηματικών διεργασιών και αγώνων. Η παρέμβαση της δεν στάματα σε μεσοδιαστήματα- αντιλαμβάνεται πως θα πρέπει να συνεχίσει να συντάσσεται και να συμμετέχει σε εγχειρήματα τα οποία προβλέπουν την κατάργηση των ταξικών, εμφυλων, φυλετικών, θρησκευτικών ανισοτήτων καθώς και να φροντίσει για τη γείωση των θεμάτων αυτών στον χώρο του πανεπιστήμιου.
Μπορούμε λοιπόν να συνηγορήσουμε στην δυνατότητα κατανόησης συνθηκών για την δημιουργία ενός περισσότερου προωθητικού συνδικαλισμού, για μας τους ίδιους αλλά και τους φοιτητές . Τέτοιες συνθήκες μπορεί να είναι λχ η ύπαρξη πολύμορφων εστιών συλλογικής ζωής και δράσης (κοινωνικοί χώροι εντός των σχολών, πολιτιστικά στέκια/λέσχες, κυλικεία, στέκια φοιτητών κ.ά.) και η συγκρότηση πρωτοβουλιών δράσης, αλληλεγγύης, κινηματικού συντονιστικού, που συγκροτούμενες ακόμη και σε επιμέρους επίδικα (προσφυγικό, ανασύσταση των συλλόγων, εργατικές διεκδικήσεις κα) μπορούν να κινητοποιήσουν υλοποιητικά υποκείμενα, χρήσιμα τόσο στους επιμέρους κοινωνικούς χώρους όσο και στην υπόθεση της κοινωνικής χειραφέτησης.
Συνοψίζοντας, πρέπει να καταδείξουμε την αναγκαιότητα μιας θετικής και συνάμα διεκδικητικής, ενωτικής αφήγησης μέσα στις σχολές. Σε αυτή τη κατεύθυνση πρέπει να προεκτείνουμε τις επεξεργασίες για το πανεπιστήμιο των αναγκών ως εργαλείου μετασχηματισμού της ίδιας της κοινωνίας, για διαρκή προσπάθεια εκδημοκρατισμού των διαδικασιών των φοιτητών και την ανάγκη εξισωτικής ηθικής ώστε να προκρίνονται οι πιο συμμετοχικές σχέσεις από αυτές της ιεραρχίας και της αντιπροσώπευσης.
2.Μετωπική συμπόρευση
Στα πλαίσια της αναζήτησης ενός νέου μοντέλου συνδικαλισμού –ενός νέου τρόπου να δρούμε πολιτικά στον κοινωνικό μας χώρο- οφείλουμε να επιμείνουμε και στην αναζήτηση κοινού τόπου με τις υπόλοιπες δυνάμεις της φοιτητικής αριστεράς, του ευρύτερου ανταγωνιστικού κινήματος και με κάθε αγωνιζόμενο/η φοιτητή/φοιτήτρια.
Στο βαθμό που έχουμε παραδεχθεί ήδη από το προηγούμενο πανελλαδικό πως κανένα ρεύμα της Αριστεράς δεν κατέχει κάποια μοναδική «αλήθεια» ή κάποια μαγική «λύση», πρέπει να επιμείνουμε στην ανασύνθεση της Αριστεράς με στόχο την δημιουργία ενός νέου πεδίου δυνατοτήτων.
Έτσι καλούμαστε να οικοδομήσουμε νέες σχέσεις συντροφικότητας (και όχι ανταγωνισμού) μεταξύ της φοιτητικής αριστεράς. Ακόμα και αν υπάρχουν ασυμφωνίες και αν βαδίζουμε χωριστά, έχει σημασία να χτυπάμε μαζί στις μάχες που έρχονται. Τέτοιες μάχες λόγου χάρη είναι αυτή απέναντι στο νέο ασφαλιστικό, στο προσεχές νομοσχέδιο Φίλη και στις διώξεις των 12 φοιτητών. Ο συντονισμός των αγωνιστών και αγωνιστριών ακόμη μπορεί να συμβάλει περαιτέρω όπως για παράδειγμα στη στήριξη δομών αλληλεγγύης για πρόσφυγες και μετανάστες.
Δεν αρκεί πλέον ως ΑΡΕΝ να επικαλούμαστε την ανάγκη οικοδόμησης μια νέας καθημερινότητας και ενός νέου τρόπου να δρούμε πολιτικά. Οφείλουμε να ανοίξουμε αυτή τη συζήτηση με όλες τις αγωνιζόμενες δυνάμεις ώστε να οικοδομηθεί μια νέα Αριστερά με νέες μορφές παρουσίας και παρέμβασης στους κοινωνικούς χώρους, που να ανταποκρίνεται στις σημερινές ανάγκες και συνθήκες.
Σε αυτή τη διαδικασία είναι κομβικό να πάψουμε απλώς να είμαστε συναγωνιστές/συναγωνίστριες με τους/τις άλλους/άλλες και να γίνουμε σύντροφοι/συντρόφισσες. Έχουμε αγωνιστεί εδώ και χρόνια πλάι-πλάι ωστόσο πρέπει πλέον οι πορείες μας να πάψουν απλά να ναι παράλληλες και να αρχίσουν να συγκλίνουν. Στόχος μας να αποκτήσουμε συλλογικές αναπαραστάσεις και να επιτύχουμε έναν ανώτερο βαθμό συνεννόησης μεταξύ των αριστερών σχημάτων, γεγονός που διαμεσολαβείται αλλά και απολήγει ακόμη και σε κοινές διαδικασίες, κοινά σχήματα και ενδεχομένως κοινή εκλογική κάθοδο στις επικείμενες εκλογές. Μια κοινή κάθοδος στις εκλογές θα μπορούσε να είναι η απόληξη μιας έντονης διαδικασίας ανασυνθέσεων στο προσεχές διάστημα αλλά και εργαλείο για επιπλέον ένταση αυτών των ανασυνθέσεων. Παράλληλα σε επιμέρους τόπους θα μπορούσε να ναι ένα χρήσιμο όπλο ώστε να σπάσει η παντοδυναμία των καθεστωτικών παρατάξεων ΔΑΠ-ΠΑΣΠ. Βέβαια αυτό, εναπόκειται σε κάθε σχήμα ξεχωριστά, το οποίο θα ζυγίσει την κατάσταση στο δικό του κοινωνικό χώρο, ανάλογα και με το τι συναγωνιστές θα πρέπει να επικοινωνήσει εκεί.
Όλα τα παραπάνω δεν είναι ανεξάρτητα με το δικό μας πολιτικό σχέδιο ούτε πρόκειται για παραίτηση από τα ταυτοτικά μας χαρακτηριστικά (ορισμένα εκ των οποίων αξίζει και να εντείνουμε). Αντίθετα είναι λόγω αυτών των χαρακτηριστικών και λόγο του πολιτικού μας σχεδίου που οφείλουμε να επιδιώξουμε την Ανασύνθεση της Αριστεράς, με την ελπίδα να πυροδοτήσει μια νέα δυναμική για την επίτευξη των στόχων μας, που εν τέλει δεν απέχουν και τόσο πολύ από τους στόχους των υπόλοιπων αγωνιστών/αγωνιστριών.
3Σχεδιασμός για το επόμενο διάστημα
Για να γίνει το σύγχρονο πανεπιστήμιο «πανεπιστήμιο των αναγκών» θα πρέπει οι φοιτητές να αποκτήσουν ενεργό ρόλο στη διαχείριση των προβλημάτων της σχολής τους, να ζυμωθούν πολιτικά και ιδεολογικά προκειμένου να μπορέσουν να έρθουν αντιμέτωποι με τις υπάρχουσες συνθήκες. Στη προσπάθεια να δημιουργήσουμε ένα πανεπιστήμιου που θα απάντα πρώτα και κύρια στις ανάγκες των φοιτήτων και κάθε κοινωνικής ομάδας που ζει μέσα σε αυτό, προκρίνουμε το εξής ενδεικτικό σχεδιασμό για το επόμενο σύντομο διάστημα:
- Όσο αναφορά το πολυσυζητημένο «νομοσχέδιο Φίλη» και τη νεοσύστατη επιτροπή εθνικού διαλόγου για την παιδεία, οφείλουμε το επόμενο διάστημα να ανοίξουμε πτυχές των στοχεύσεων που μπορεί να εμπεριέχει αυτό εντός των κοινωνικών χώρων Πανεπιστημίων και ΤΕΙ ώστε να προβληματιστούν οι φοιτητές/τριες πάνω στο μέλλον της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με στόχευση την ανατροπή ερχόμενου νομοσχεδίου αλλά ταυτόχρονα η έναρξη αυτής της κουβέντας με το εν λόγω ζήτημα να λειτουργήσει προωθητικά στην ανασυγκρότηση και μαζικοποίηση των δημοκρατικών διαδικασιών των φοιτητών – Γενικές Συνελεύσεις. Όσο δε για την επιτροπή εθνικού διαλόγου η πρόσφατη κινηματική εμπειρία μας από το μπλοκάρισμα των συνεδριάσεών της πρέπει να συνεχιστεί με κοινά καλέσματα με άλλες συλλογικότητες και αγωνιζόμενα τμήματα των συλλόγων.
- Σχετικά με τη μετωπική συμπόρευση των συλλογικοτήτων της Ριζοσπαστικής Αριστεράς εντός των Πανεπιστημίων και ΤΕΙ θεωρούμε ότι η συνεισφορά μέχρι τώρα που αποτύπωσαν οι διαδικασίες των κοινών σχημάτων , των κοινών εκδηλώσεων και κειμένων σε πολλούς κοινωνικούς χώρους Πανελλαδικά είναι θετική. Οι παραπάνω κινήσεις πρέπει να συνεχιστούν με εμπλοκή ανένταχτου κόσμου και με εμπλουτισμό των δράσεων, έτσι ώστε να μπορέσουμε να δημιουργήσουμε μια κοινή στόχευση και στο κινηματικό. Τέτοια κατεύθυνση και στόχευση μπορεί να έχουμε σε θέματα που ανοίγουν κεντρικοπολιτικά όπως το ασφαλιστικό νομοσχέδιο που φέρνει η μνημονιακή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσα από κοινές επιτροπές αγώνα φοιτητών, νέων εργαζόμενων (πρωτοβάθμια σωματεία) αλλά και άλλων συλλογικοτήτων.
- Τέλος, στο ζήτημα του προσφυγικού μπορούμε μέσω των γενικών συνελεύσεων και της παρέμβασής μας στα μαθήματα με κείμενα των σχημάτων αλλά και άλλων πρωτοβουλιών να ενημερώσουμε σχετικά με το ζήτημα, να αφήνουμε το στίγμα μας καλώντας παράλληλα στη στήριξη των κινήσεων αλληλεγγύης αλλά και στη δημιουργία νέων δομών αντιπαραδείγματος απέναντι στον συχνά ξενοφοβικό κυρίαρχο λόγο. Σε αυτό το κομμάτι μπορούμε να επιδιώξουμε κοινά σχήματα και κοινές δράσεις με άλλους συναγωνιστές/στριες.
Ξανά μοιράζοντας το αστέρι σ’ όσους κόπιασαν να ‘ρθουν