Α.Ρ.Εν.Α. – Αυτόνομη Ριζοσπαστική ΕΝότητα ΑΣΟΕΕ

Περί αξιολόγησης και άλλων τέτοιων ψεμάτων.

10 Ιανουαρίου, 2020 Πολιτικά Κείμενα

Η επιδίωξη της ΝΔ να περιορίσει την κρατική χρηματοδότηση σε ότι αφορά τα ελληνικά πανεπιστήμια δεν είναι κάτι το νέο. Κάτι τέτοιο αποτυπώνεται βέβαια και από το προσχέδιο νόμου που κατατέθηκε από το υπουργείο παιδείας για το ζήτημα που αφορά τη σύνδεση χρηματοδότησης των ΑΕΙ με την αξιολόγηση τους. Σε αυτό το σημείο αξίζει να γίνουν ορισμένες παρατηρήσεις.

Παρατήρηση 1η: Ενώ η συζήτηση θα έπρεπε να κινείται γύρω από την ολοένα και μειούμενη χρηματοδότηση των Ιδρυμάτων, κινείται γύρω από τα βέλτιστα κριτήρια με τα οποία αυτή θα περικοπεί ακόμη περισσότερο. Πιο συγκεκριμένα,  το 80% της χρηματοδότησης παραμένει συνδεδεμένο με «ορθολογικά» κριτήρια, πληθυσμός φοιτητών, κόστος προγραμμάτων σπουδών, γεωγραφική διασπορά. Ωστόσο, ένα 20% της χρηματοδότησης θα δίνεται με βάση κριτήρια που στηρίζονται:

α)  Στην «ποιότητα και αποτελεσματικότητα της εκπαιδευτικής διαδικασίας»

β)  Στην ερευνητική δραστηριότητα.

γ)  Στις δράσεις εξωστρέφειας του ιδρύματος.

Παράλληλα, όποιο από τα ιδρύματα δεν καλύπτει τα κριτήρια αξιολόγησης του, θα στερείται το 20% που του αναλογεί. Το ποσό αυτό θα διαμοιράζεται σε όσα ιδρύματα πληρούν τα κριτήρια της αξιολόγησης τους.

 

Παρατήρηση 2η: Στα κριτήρια αξιολόγησης βάσει της ποιότητας και αποτελεσματικότητας της εκπαιδευτικής διαδικασίας, υπάρχει μεταξύ άλλων «η αριθμητική σχέση αποφοίτων προς τους εισερχόμενους φοιτητές». Μια τέτοια διατύπωση, πρακτικά σημαίνει ότι τα ιδρύματα θα μπουν στην διαδικασία, για να πληρούν το κριτήριο και να λάβουν την «επιπλέον» χρηματοδότηση, να διαγράψουν τους «πλεονάζοντες» φοιτητές. Επομένως το αφήγημα περί μεγαλύτερης ευελιξίας των πανεπιστημίων δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο από μοχλό πίεσης της κυβέρνησης προς τα ΑΕΙ ώστε να εφαρμόσουν τις πτυχές της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης.

 

Παρατήρηση 3η: Η επαγγελματική απορρόφηση των αποφοίτων ως κριτήριο αξιολόγησης δημιουργεί ερωτήματα όπως το πώς ακριβώς οι απόφοιτοι των ανθρωπιστικών σπουδών θα μπορέσουν να ανταγωνιστούν στην αγορά εργασίας εκείνους των «τεχνοκρατικών»- οικονομικά ανταποδοτικών σχολών;  Πώς θα δικαιολογείται η απορροφητικότητα αυτή, την ώρα που η «μαύρη» εργασία ακμάζει;

Επομένως, μπορούμε να εξάγουμε με βάση τα δεδομένα που διαθέτουμε ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα όπως:

  • Τα κριτήρια τα οποία θέτει η κυβέρνηση, δεν κινούνται σε μια ποιοτική κατεύθυνση αλλά ποσοτική. Η ποσοτικοποίηση των κριτηρίων οδηγεί τα ιδρύματα να παραμερίζουν τον επιστημονικό τους ρόλο, και να εστιάζουν στη σύνδεση με την αγορά. Τα προγράμματα σπουδών λοιπόν ,δεν «αξιολογούνται» με βάση την επιστημονική τους επάρκεια, αλλά την «αναγνώριση» από την αγορά των επαγγελματικών δεξιοτήτων με τις οποίες εφοδιάζονται οι απόφοιτοι τους.
  • Η κυβέρνηση αξιοποιώντας έννοιες που φέρουν θετικό πρόσημο όπως «εξωστρέφεια», «ευελιξία» , «κινητικότητα» , στοχεύει την εξαπόλυση μιας ολομέτωπης ιδεολογικής επίθεσης, καθώς οι έννοιες αυτές κρύβουν από πίσω τη στόχευση που θέλει τα πανεπιστήμια στείρα κέντρα κατάρτισης που θα λειτουργούν ως επιχειρήσεις πλήρως αποξενωμένα από την κοινωνία προκειμένου να καταπνίξει κάθε μορφή αντίστασης που αναπτύσσεται εντός των πανεπιστημίων. Είτε λέγεται συνέλευση, είτε κατάληψη. Άλλωστε όπως δήλωσε και η ίδια η υπουργός οι κινηματικές διεκδικήσεις θα αποτελούν αρνητικό κριτήριο αξιολόγησης για τα πανεπιστήμια.

Όλα τα παραπάνω κινούνται στην παραδοχή που έχουμε κάνει έως τώρα μέσα από τους αγώνες μας ως Φοιτητικός Σύλλογος, ότι το επερχόμενο νομοσχέδιο δεν έρχεται για να χτυπήσει το πανεπιστήμιο μόνο σε υλικό επίπεδο αλλά και σε βαθιά ιδεολογικό. Το νομοσχέδιο έρχεται για να πειθαρχήσει τους φοιτητές και τις φοιτήτριες οι οποίοι δε θα αντιδρούν σήμερα ως φοιτητές κι αύριο ως εργαζόμενοι. Ταυτόχρονα, μετατρέπει τα πανεπιστήμια σε ιμάντες μεταβίβασης του κυβερνητικού σχεδιασμού στα ιδρύματα και τα «εκβιάζει» μέσω της αξιολόγησης ώστε η παιδεία να υποβαθμιστεί ακόμη περισσότερο και τα συμφέροντα της αγοράς να επικρατήσουν έναντι αυτών της κοινωνίας.

Μοιράσου το