Μπορεί να υπάρξει φοιτητικό κίνημα χωρίς καταλήψεις;
Μετά από ένα μήνα κινητοποιήσεων στα πανεπιστήμια φαίνεται ότι εμφανίζεται μια καμπή στο φοιτητικό κίνημα, που εκδηλώνεται κυρίως με τη σαφή μείωση του αριθμού των υπό κατάληψη σχολών, οι οποίες στο τέλος της προηγούμενης εβδομάδας έφτασαν τις 100 από 300 προ περίπου 25 ημερών. Ενώ αρχικά αυτή η καμπή εκδηλώθηκε με την απώλεια συνελεύσεων και τον τερματισμό των καταλήψεων στις σχολές των ΤΕΙ, στη συνέχεια επεκτάθηκε σταδιακά και στις σχολές των ΑΕΙ. Η εξέλιξη αυτή θέτει ενώπιον του φοιτητικού κινήματος ένα ερώτημα που είχε τεθεί και στα προηγούμενα ξεσπάσματά του το 2006-7 και που απαντήθηκε τότε αρνητικά: το ερώτημα αν μπορεί να υπάρξει φοιτητικό κίνημα χωρίς καταλήψεις.
Η προηγούμενη εμπειρία του φοιτητικού κινήματος
Όπως αναφέραμε και σε προηγούμενο κείμενό μας η παρούσα έκρηξη του φοιτητικού κινήματος παρουσιάζει σημαντικές ομοιότητες με τις αντίστοιχες κινητοποιήσεις που αναπτύχθηκαν το 2006-7 και το 2008 και γι’ αυτό έχει μεγάλη σημασία η μελέτη της εμπειρίας αυτών των κινηματικών εκρήξεων για την εξαγωγή συμπερασμάτων και την αντιμετώπιση προβλημάτων που μπορεί να εμφανιστούν και στην παρούσα φάση. Ας δούμε λοιπόν πώς είχαν εξελιχθεί τα πράγματα τότε.
Η πρώτη μεγάλη έκρηξη του φοιτητικού κινήματος (μετά από πάνω από 10 χρόνια αδράνειας-πλην επιμέρους εξαιρέσεων) ήρθε το Μάιο του 2006 με αφορμή το νόμο-πλαίσιο της Γιαννάκου. Οι κινητοποιήσεις ξεκίνησαν περίπου στα μέσα Μαΐου (λίγο πριν την έναρξη της θερινής εξεταστικής περιόδου) με τη μορφή καταλήψεων σχολών κυρίως στα ΑΕΙ των μεγάλων πόλεων (και ιδιαίτερα στις Πολυτεχνικές Σχολές και τις ΣΘΕ) και στη συνέχεια μέσα σε ένα μήνα επεκτάθηκαν στο σύνολο των ΑΕΙ και ΤΕΙ (ακόμη και στις σχολές που η ΔΑΠ ήταν πανίσχυρη) σε όλη την Ελλάδα. Στα μέσα Ιουνίου -ένα μήνα μετά- ο αριθμός των καταλήψεων σε ΑΕΙ και ΤΕΙ ξεπέρασε τις 400 (αριθμός που ποτέ δεν προσέγγισε το φοιτητικό κίνημα έκτοτε). Οι καλοκαιρινές διακοπές σε συνδυασμό με την αναδίπλωση του υπουργείου που απέσυρε το νόμο-πλαίσιο (για να τον καταθέσει αργότερα) οδήγησαν στον τερματισμό των κινητοποιήσεων χωρίς να υπάρξει βέβαια οργανωμένη υποχώρηση του κινήματος. Απλώς σταδιακά οι καταλήψεις και οι συνελεύσεις απομαζικοποιήθηκαν και οι σχολές έκλεισαν για καλοκαίρι.
Το επόμενο ξέσπασμα έρχεται αρχές Ιανουαρίου του 2007 (πάλι λίγο πριν την έναρξη της εξεταστικής), αμέσως μετά τις διακοπές των Χριστουγέννων, λόγω της επιχειρούμενης από την κυβέρνηση της ΝΔ συνταγματικής αναθεώρησης του άρθρου 16. Μέχρι το τέλος του Ιανουαρίου ο αριθμός των καταλήψεων αγγίζει τις 300 σχολές (κυρίως στα ΑΕΙ, αλλά και σε ορισμένα ΤΕΙ), όπου και σταθεροποιείται για περίπου 3 εβδομάδες μέχρι να αρχίσει πτωτική πορεία. Ιδιαίτερα έντονη ήταν η πτώση από τις αρχές Μαρτίου και μετά οπότε φτάνουμε μέχρι τις διακοπές του Πάσχα (αρχές Απριλίου) με λιγότερες από 100 σχολές υπό κατάληψη. Αξίζει να σημειωθεί ότι η κυβέρνηση μετά την ήττα της στο θέμα της συνταγματικής αναθεώρησης (λόγω της αποχώρησης του ΠΑΣΟΚ από τη διαδικασία, υπό την πίεση του φοιτητικού κινήματος), αποφασίζει να καταθέσει το νόμο-πλαίσιο της Γιαννάκου (με σημαντικές τροποποιήσεις που τον καθιστούσαν σαφώς βελτιωμένο σε σχέση με το αρχικό νομοσχέδιο που είχε δημοσιευτεί) θέλοντας να εκμεταλλευτεί την κόπωση των φοιτητών. Έτσι ο νόμος κατατίθεται αρχές Μαρτίου και ψηφίζεται στις 8 Μαρτίου 2007, τη στιγμή που έξω από τη Βουλή λαμβάνει χώρα η μεγαλύτερη διαδήλωση των φοιτητών που καταστέλλεται άγρια από τα ΜΑΤ. Παρά την κατάθεση και ψήφιση του νόμου-πλαίσιο η πτωτική πορεία των καταλήψεων συνεχίζεται καθώς η κόπωση των φοιτητών από 2 και πλέον μήνες κινητοποιήσεων είναι έντονη. Η εικόνα που παρουσιάζεται τις τελευταίες εβδομάδες πριν το Πάσχα στις περισσότερες σχολές είναι αυτή ενός συνεχώς απομαζικοποιούμενου μπλοκ αγώνα τη στιγμή που το αντιδραστικό μπλοκ συσπειρώνεται και ισχυροποιείται όλο και περισσότερο. Μετά το Πάσχα ανοίγουν και οι τελευταίες κατειλημμένες σχολές και απομαζικοποιούνται πλήρως οι συνελεύσεις. Σε γενικές γραμμές η μάχη σε αυτό το γύρο κινητοποιήσεων αποδεικνύεται πιο σκληρή, οι συνελεύσεις είναι περισσότερο αμφίρροπες (και εξαιρετικά μαζικές), ορισμένες σχολές που είχαν κλείσει τον Ιούνιο τώρα δεν μπαίνουν καθόλου στο χορό των κινητοποιήσεων, ενώ άλλες διατηρούνται κλειστές για κάποιο χρονικό διάστημα και στη συνέχεια ανοίγουν οριστικά. Ταυτόχρονα αυτός ο γύρος αναδεικνύει νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά του φοιτητικού κινήματος όπως είναι η μεγαλύτερη αποφασιστικότητα, η διάρκεια (στην ουσία τα πανεπιστήμια βρίσκονται σε αναβρασμό σε όλη τη διάρκεια της περιόδου ανάμεσα στις διακοπές των Χριστουγέννων και του Πάσχα, δηλαδή περίπου 3 μήνες) και η εμβάθυνση του πολιτικού περιεχομένου των διεκδικήσεων (πλέον οι φοιτητές δεν αγωνίζονται απλά ενάντια σε ένα νόμο-πλαίσιο, αλλά για την υπεράσπιση της δημόσιας και δωρεάν ανώτατης εκπαίδευσης).
Στη συνέχεια ακολουθεί μια μακρά περίοδος κινηματικής αδράνειας, όπου επιχειρείται σε ορισμένες σχολές (ιδίως από τα ΕΑΑΚ) η επανέναρξη των καταλήψεων (ο επιδιωκόμενος τρίτος γύρος του φοιτητικού κινήματος), ωστόσο οι απόπειρες αυτές αποτυγχάνουν καθώς περιορίζονται σε πολύ λίγες σχολές (κυρίως στα Πολυτεχνεία των μεγάλων πόλεων), έχουν πολύ μικρή διάρκεια και δε συναντούν τη μαζική στήριξη των φοιτητών. Επανεμφάνιση τριψήφιου αριθμού κατειλημμένων σχολών έχουμε μόνο στις ταραγμένες μέρες του Δεκέμβρη του 2008, ωστόσο η διάρκεια των κινητοποιήσεων είναι μικρή (μέχρι την έναρξη των διακοπών των Χριστουγέννων), ενώ και η μαζικότητα των συνελεύσεων σε καμία περίπτωση δε φτάνει στο επίπεδο του 2006-7.
Η κατάληψη ως μορφή πάλης
Από τα προηγούμενα γίνεται σαφές ότι την τελευταία 5ετία η εξέλιξη του φοιτητικού κινήματος είχε τη μορφή εξάρσεων και υφέσεων. Στις περιόδους έντονης κινηματικής ανόδου οι καταλήψεις ήταν η κύρια μορφή πάλης που υιοθετούνταν, ενώ ο τερματισμός τους σήμαινε σε κάθε περίπτωση τη συνολική υποχώρηση του φοιτητικού κινήματος. Δηλαδή δεν εμφανίστηκε ποτέ περίοδος όπου να μην έχουμε καταλήψεις, αλλά να γίνονται μαζικές γενικές συνελεύσεις, πορείες και να υπάρχει κινηματικός αναβρασμός στα πανεπιστήμια. Θα μπορούσαμε σχηματικά να πούμε ότι μέχρι τώρα (και αυτό ισχύει και για το φοιτητικό κίνημα που αναπτύχθηκε τον τελευταίο μήνα) η κάθε έξαρση του φοιτητικού κινήματος ταυτιζόταν εν πολλοίς με μαζικές καταλήψεις σχολών και κάθε τερματισμός των καταλήψεων σήμαινε την μετάβαση του φοιτητικού κινήματος σε περίοδο ύφεσης. Με άλλα λόγια, φοιτητικό κίνημα δε μπορούσε να υπάρξει χωρίς καταλήψεις.
Καθίσταται λοιπόν κομβικής σημασίας ζήτημα η ανάλυση της κατάληψης ως μορφής πάλης, των δυνατοτήτων που διανοίγει, των πλεονεκτημάτων, των ανεπαρκειών και των ορίων της. Πρόκειται για ένα θέμα που απασχόλησε τους φοιτητές κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων των τελευταίων χρόνων. Οι απόψεις που έχουν εκφραστεί ποικίλλουν από την άρνηση της κατάληψης ως αντιδημοκρατικής ή ακατάλληλης μορφής πάλης μέχρι την φετιχοποίησή της ως, όχι μόνο μέσο για την επίτευξη των στοχεύσεων του αγώνα, αλλά και αυτοσκοπό. Σε κάθε περίπτωση οποιαδήποτε αναφορά στην κατάληψη θα πρέπει να εκτιμήσει το γεγονός ότι ακριβώς αυτή η μορφή πάλης όχι μόνο κυριάρχησε πολλές φορές στην ιστορία του φοιτητικού κινήματος (κάτι που δε μπορεί να θεωρηθεί τυχαίο), αλλά και οδήγησε σε πολύ σημαντικές νίκες.
Τα σημαντικότερα οφέλη αυτού του μέσου πάλης έχουν να κάνουν με το γεγονός ότι διακόπτεται απότομα η συνολική λειτουργία του Πανεπιστημίου, τόσο η διδακτική όσο και η ερευνητική δραστηριότητα. Το γεγονός αυτό δημιουργεί πίεση στην εκάστοτε πολιτική (αλλά και οικονομική) εξουσία καθώς η λειτουργία του Πανεπιστημίου συνδέεται άμεσα με τις ανάγκες της οικονομίας-το διδακτικό έργο παράγει τους μελλοντικούς εργαζόμενους που θα στελεχώσουν την παραγωγή, ενώ το ερευνητικό έργο συνδέεται και αυτό ποικιλοτρόπως με την παραγωγική διαδικασία. Ταυτόχρονα αυτή η διακοπή της λειτουργίας των σχολών απελευθερώνει από τις τυπικές του υποχρεώσεις τον φοιτητικό πληθυσμό, ο οποίος πλέον έχει τη δυνατότητα να προβεί με συστηματικό τρόπο σε κινητοποιήσεις που μπορούν να εντείνουν την πίεση στην κυβέρνηση (διαδηλώσεις, καταλήψεις άλλων κτιρίων κ.α.). Η διακοπή της πανεπιστημιακής λειτουργίας δημιουργεί επιπλέον πιέσεις στην κυβέρνηση, όπως ο κίνδυνος να χαθεί η εξεταστική ή το εξάμηνο με αποτέλεσμα να αυξηθεί η κοινωνική δυσαρέσκεια των στρωμάτων που στέλνουν τα παιδιά τους στο πανεπιστήμιο (ιδιαίτερα για όσους φοιτητές δε σπουδάζουν στην πόλη καταγωγής τους).
Από την άλλη η μορφή αυτή αγώνα θίγει και τους ίδιους τους φοιτητές. Η απώλεια της εξεταστικής ή του εξαμήνου πιέζει και τον ίδιο το φοιτητικό πληθυσμό, οδηγώντας σταδιακά στη συσπείρωση μέσα στις σχολές, όχι μόνο όσων μπορεί να συμφωνούν πολιτικά με την εκάστοτε επιχειρούμενη μεταρρύθμιση, αλλά και όσων διαφωνούν με την κατάληψη ως μέσο πάλης που τους θίγει, σε ένα ενιαίο (αντιδραστικό σε τελική ανάλυση) μπλοκ. Η πίεση αυτή επιτείνεται όσο παρατείνεται η διάρκεια των καταλήψεων, ενώ ταυτόχρονα σταδιακά το κύριο επίδικο των συνελεύσεων μετατοπίζεται και από τη στάση απέναντι στο εκάστοτε νομοσχέδιο μετατρέπεται στη στάση απέναντι στην κατάληψη. Ένα άλλο χαρακτηριστικό της κατάληψης είναι ότι διακόπτοντας τη φυσιολογική δραστηριότητα των σχολών, τις απομαζικοποιεί, αδειάζει το πανεπιστήμιο από το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου που δραστηριοποιείται εντός του όταν αυτό λειτουργεί κανονικά. Τελικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι καταλήψεις είναι ίσως το πιο ισχυρό χαρτί στα χέρια των φοιτητών, το πιο ισχυρό όπλο που διαθέτουν, ωστόσο δεν μπορεί να χρησιμοποιείται σε κάθε στιγμή και για πολύ παρατεταμένη χρονική περίοδο. Η εμπειρία των φοιτητικών κινημάτων των τελευταίων χρόνων δείχνει ότι το πιθανότερο είναι οι καταλήψεις από ένα σημείο και μετά να αρχίσουν να φθίνουν, μέχρι την οριστική τους κατάρρευση. Και αυτό ανεξάρτητα από την όποια (ενδεχομένως υπαρκτή) υποχώρηση ή προδοσία φοιτητικών παρατάξεων, όπως ισχυρίζονται συχνά ορισμένες δυνάμεις του κινήματος (λες και αν δεν υπήρχαν οι παρατάξεις αυτές θα μπορούσαν οι καταλήψεις να συνεχίζονται για πάντα).
Σε ποια φάση βρίσκεται σήμερα το φοιτητικό κίνημα
Με βάση την εξέλιξη του αριθμού των υπό κατάληψη σχολών τις τελευταίες εβδομάδες φαίνεται ότι το φοιτητικό κίνημα έχει εισέλθει σε φάση κόπωσης και κάμψης. Το γεγονός ότι κάτι τέτοιο δε χαροποιεί κανένα μας δε σημαίνει ότι απλά μπορούμε να το παραβλέπουμε και να συνεχίζουμε σα να μην ισχύει, καθώς αποτελεί μια πραγματικότητα που θα πρέπει να ληφθεί υπόψιν στους σχεδιασμούς μας για το μέλλον της αναμέτρησης με την κυβέρνηση. Ενδεικτική της κόπωσης δεν είναι απλά η μείωση του αριθμού των καταλήψεων αλλά και η σταδιακή ισχυροποίηση μέσα στις σχολές του μπλοκ των δυνάμεων που θέλουν ανοιχτές σχολές, καθώς και η πτώση του αριθμού των φοιτητών που στηρίζουν τα πλαίσια των συντονιστικών των σχολών. Σε πολλές σχολές που συνεχίζουν, τα αποτελέσματα των γενικών συνελεύσεων της προηγούμενης εβδομάδας ήταν οριακά, ενώ η δυναμική της κατάστασης δείχνει ότι το πιθανότερο ενδεχόμενο είναι οι περισσότερες από αυτές τις σχολές να ανοίξουν μέσα στην εβδομάδα. Αν και όλοι όσοι στηρίζουν συστηματικά τις κινητοποιήσεις θα επιθυμούσαν τη συνέχιση του αγώνα με καταλήψεις διαρκείας μέχρι να πέσει η κυβέρνηση και ο νόμος, η περιγραφή της πραγματικότητας που προηγήθηκε δεν έχει στόχο να σπείρει την απογοήτευση και την ηττοπάθεια, ούτε να ταχθεί με το μέρος των υποστηρικτών των «ανοικτών σχολών», αλλά να εγείρει έναν προβληματισμό για το πώς συνεχίζουμε με βάση τα δεδομένα αυτά.
Στην ουσία μπροστά στην κατάσταση που διαμορφώνεται οι επιλογές των συντονιστικών των σχολών είναι δύο: η μία επιλογή είναι η επιμονή στην προσπάθεια για συνέχιση των καταλήψεων. Αυτή η επιλογή ακολουθήθηκε μέχρι τώρα σε πολλές από τις σχολές που άνοιξαν τις προηγούμενες εβδομάδες, ενώ αντίστοιχη ήταν η στάση των συντονιστικών και στη φάση της καμπής του κινήματος το 2006-7. Η συγκεκριμένη επιλογή κινείται σε μια λογική του «όλα ή τίποτα» και οδηγεί στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων όχι μόνο στην αποτυχία να επανέλθουν οι σύλλογοι σε αγωνιστικό πλαίσιο, αλλά και στον εκφυλισμό των γενικών συνελεύσεων και την ουσιαστική διάλυση του αγωνιστικού μπλοκ. Σε πολλές περιπτώσεις αυτή η επιμονή στη μορφή της κατάληψης οδηγεί σε διαδοχικές ήττες στις γενικές συνελεύσεις, με διαρκώς μικρότερη στήριξη του αγωνιστικού πλαισίου. Σε άλλες περιπτώσεις επιχειρείται μετά από πολύ μαζικές γενικές συνελεύσεις που ψηφίζουν το άνοιγμα της σχολής, η διεξαγωγή νέων γενικών συνελεύσεων, που κινούνται στα όρια της απαρτίας και αποφασίζουν εκ νέου κατάληψη. Το γεγονός αυτό συσπειρώνει τον αντίπαλο, απομαζικοποιεί το στρατόπεδο του συντονιστικού και τελικά οδηγεί στη συντριβή στην αμέσως επόμενη μεγάλη γενική συνέλευση. Επιπλέον αναδεικνύει μια χρησιμοθηρική, εργαλειακή προσέγγιση όσον αφορά τις γενικές συνελεύσεις στη λογική: «όσο τα αποτελέσματά τους με ευνοούν τα αποδέχομαι, όταν αυτά είναι εναντίον μου απλώς τα αγνοώ». Αυτή η λογική χαρακτηρίζει τις απόπειρες συλλογής υπογραφών για νέα ΓΣ αμέσως μετά τη λήξη μιας ΓΣ που δεν εξυπηρετεί τις επιδιώξεις μας. Ωστόσο θα πρέπει να έχουμε υπ όψιν ότι, με δεδομένο ότι οι γενικές συνελεύσεις είναι το πραγματικό, δημοκρατικό κύτταρο του φοιτητικού κινήματος, όποια στάση οδηγεί στον εκφυλισμό τους, επί της ουσίας οδηγεί και στην παρακμή του ίδιου του φοιτητικού κινήματος.
Η δεύτερη επιλογή των συντονιστικών των σχολών είναι η προσπάθεια συνέχισης του αγώνα με άλλα μέσα. Θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν τρέφουμε αυταπάτες ως προς αυτό το ενδεχόμενο: σαφώς συνιστά μια υποχώρηση, που δυσχεραίνει τους όρους διεξαγωγής του αγώνα, αποκλιμακώνει την όποια πίεση ασκούνταν στην κυβέρνηση, ενώ όπως τονίσαμε και προηγουμένως η ιστορία των τελευταίων χρόνων δείχνει ότι χωρίς καταλήψεις φοιτητικό κίνημα δεν υπήρξε (αν και πρέπει να συμπληρώσουμε ότι κάτι τέτοιο ποτέ δεν επιχειρήθηκε οργανωμένα). Επίσης κατανοούμε την ειλικρινή αγωνία πολλών συναγωνιστών όταν ισχυρίζονται ότι η ακραία κλιμάκωση της επίθεσης από τη μεριά της κυβέρνησης, η προκλητική της αδιαλλαξία, όχι μόνο απέναντι στους αγωνιζόμενους φοιτητές, αλλά και απέναντι στο σύνολο της κοινωνίας, απαιτεί μια αντίστοιχη κλιμάκωση των αντιδράσεών μας, και επομένως δεν πρέπει να υποχωρήσουμε από την προσπάθεια για καταλήψεις διαρκείας. Ωστόσο το πραγματικό δίλημμα που έχει να αντιμετωπίσει το φοιτητικό κίνημα δεν είναι αν θα συνεχίσουμε τον αγώνα μας με ή χωρίς καταλήψεις. Το πραγματικό δίλημμα που καλούμαστε να απαντήσουμε είναι: θα επιχειρήσουμε να συνεχίσουμε τον αγώνα μας με άλλες μορφές πάλης ή θα επιμείνουμε στη μορφή της κατάληψης και θα οδηγηθούμε στην ήττα και τη συντριβή; Το δίλημμα αυτό δεν τίθεται βάσει της υποκειμενικής βούλησης ορισμένων, τίθεται με βάση την ίδια την αντικειμενική πραγματικότητα.
Βέβαια στη συνέχεια προκύπτει το ερώτημα για το ποιες εναλλακτικές μορφές πάλης θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν. Πριν απαντήσουμε στο συγκεκριμένο ζήτημα ας δούμε λίγο το γενικότερο πλαίσιο της μάχης που δίνουμε. Εξ’ αρχής γνωρίζαμε ότι πρόκειται για μια πολύ σκληρή, πιθανότατα παρατεταμένη, σύγκρουση, με έναν αντίπαλο που δεν θα υποχωρήσει εύκολα: στην ουσία η ανατροπή του νόμου-πλαίσιο προϋποθέτει (τουλάχιστον) την πτώση της κυβέρνησης, η οποία μπορεί να έρθει μόνο σε συνθήκες κοινωνικής εξέγερσης. Κάτι τέτοιο δεν αποτελεί ζήτημα μόνο του φοιτητικού κινήματος, αλλά απαιτεί πολύ ευρύτερες κοινωνικές διεργασίες, με τη συμμετοχή της πλειοψηφίας των εργαζόμενων και μικροαστικών στρωμάτων. Το αρχικό στοίχημα που τέθηκε ήταν ο αναβρασμός στα πανεπιστήμια να αποτελέσει τον πυροδότη της κοινωνικής έκρηξης σε κλίμα γενικευμένης κοινωνικής δυσαρέσκειας. Το στοίχημα αυτό σε πρώτη φάση φαίνεται πως δε μπορούμε να το κερδίσουμε. Ο επόμενος στόχος του φοιτητικού κινήματος θα πρέπει να είναι η συνέχιση των κινητοποιήσεων σε χαμηλότερη ένταση αλλά μεγαλύτερη διάρκεια με ταυτόχρονη συμμετοχή των φοιτητικών συλλόγων στους κοινωνικούς αγώνες, με άμεσες, αισθητές παρεμβάσεις. Στην ουσία αυτό θα σήμαινε ότι τα πανεπιστήμια θα παραμείνουν ένας χώρος όπου θα σιγοκαίει η φωτιά της κοινωνικής έκρηξης, ενώ θα υποβοηθούν όλες τις υπόλοιπες αγωνιστικές διεργασίες των άλλων κοινωνικών στρωμάτων. Για να γίνει αυτό θα πρέπει να έχουμε συνέχιση των μαζικών γενικών συνελεύσεων (τουλάχιστον ανα 15 ημέρες), συνέχιση της λειτουργίας των συντονιστικών των σχολών, συνέχιση των διαδηλώσεων, αλλά και των εξώστρεφων παρεμβάσεων που αναπτύχθηκαν το τελευταίο διάστημα (παρεμβάσεις στη ΔΕΗ, σε εφορίες, συμμετοχή στις απεργίες του προσεχούς διαστήματος, στις κινητοποιήσεις των μαθητών κ.α.). Με αυτό τον τρόπο σε μεγάλο βαθμό ο προγραμματισμός των φοιτητικών αγώνων θα ακολουθεί και θα συμβάλλει στους γενικότερους κοινωνικούς αγώνες της επόμενης περιόδου. Ενδεχόμενη όξυνση της σύγκρουσης στην κοινωνία θα ξαναθέσει το ζήτημα των καταλήψεων ως επιλογής των φοιτητικών κινητοποιήσεων.
Ταυτόχρονα η μάχη των φοιτητών θα πρέπει να συνεχιστεί και στο εσωτερικό μέτωπο για την αποτροπή της εφαρμογής του νόμου. Σε αυτό το επίπεδο θα πρέπει να υπάρξει συνεργασία τόσο με τα μέλη ΔΕΠ (που μέσω των συλλόγων τους έχουν δηλώσει τη σαφή εναντίωσή τους στο νόμο, σε αντίθεση με την ξεπουλημένη ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ), όσο ακόμη και με τις πρυτανικές αρχές των ιδρυμάτων (αν και όπου κάτι τέτοιο είναι εφικτό). Εδώ θα μπορούσαν να συνεχιστούν οι καταλήψεις σε χώρους διοίκησης του πανεπιστημίου (ακόμη και στις γραμματείες των σχολών), αν κριθεί ότι κάτι τέτοιο συμβάλλει στις στοχεύσεις του αγώνα. Επίσης μεγάλη σημασία έχει και η διασφάλιση, στο βαθμό που κάτι τέτοιο είναι δυνατό, της μη απώλειας της εξεταστικής και του εξαμήνου (που προς το παρόν βέβαια δεν απειλείται). Η εμπειρία δείχνει ότι πολλές φορές οι διοικήσεις των σχολών κινούμενες εκδικητικά απέναντι στους αγωνιζόμενους φοιτητές επέβαλαν την απώλεια της εξεταστικής περιόδου. Κάτι τέτοιο λειτούργησε αποτρεπτικά για μελλοντικές φοιτητικές κινητοποιήσεις. Τέλος στο εσωτερικό των σχολών θα πρέπει να ενταθεί η ενημέρωση όλων των φοιτητών για το νέο νόμο με συνέχιση των πολύμορφων εκδηλώσεων, συνέχιση της λειτουργίας των blog των συντονιστικών (όπου υπάρχουν) και άλλες δράσεις.
Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η μετάβαση από τις καταλήψεις σε άλλες μορφές πάλης δεν είναι απαραίτητο να γίνει σε όλες τις σχολές ταυτόχρονα. Αν υπάρχουν σχολές, όπου κρίνεται ότι υπάρχουν δυνατότητες για συνέχιση της κατάληψης και όπου θεωρείται ότι το μέσο αυτό προσφέρει καλύτερους όρους στον αγώνα, εκεί οι καταλήψεις θα μπορούσαν να συνεχιστούν. Ωστόσο το ζήτημα αυτό δεν αφορά την πλειοψηφία των σχολών. Στις περισσότερες ήδη έχει κριθεί ότι συνέχιση της κατάληψης δεν είναι εφικτή με μαζική στήριξη του φοιτητικού συλλόγου. Είναι ακριβώς σε αυτές τις περιπτώσεις που απαιτείται η συντεταγμένη μετάβαση σε άλλες μορφές πάλης.
Επαναφορά στο αρχικό ερώτημα
Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι το φοιτητικό κίνημα στην περίοδο αυτή καλείται να κάνει κάτι που δεν μπόρεσε (και ουσιαστικά δεν επιχείρησε) να πετύχει στις προηγούμενες ανόδους του την τελευταία 5ετία, να υποχωρήσει συντεταγμένα και να μάθει να υπάρχει ακόμη και χωρίς κατειλημμένες σχολές. Ενδεχόμενη τέτοια εξέλιξη θα σηματοδοτούσε αυξημένη ωριμότητα και ικανότητα των αγωνιζόμενων φοιτητών να ελίσσονται όταν οι συνθήκες το επιβάλλουν. Αντίθετα πιθανή εμμονή στη μορφή της κατάληψης ως της μόνης κατάλληλης για τον αγώνα, όχι μόνο θα καταδείξει τις ανεπάρκειες και τους περιορισμούς του φοιτητικού κινήματος, αλλά αυτή τη φορά θα το οδηγήσει στην ήττα και τη συντριβή, και μάλιστα στην κρισιμότερη μάχη που έδωσε από την αρχή της μεταπολίτευσης.
του Γ.Κ.