Α.Ρ.Εν.Α. – Αυτόνομη Ριζοσπαστική ΕΝότητα ΑΣΟΕΕ

Απόφαση Πανελλαδικού Διημέρου Αριστερής Ενότητας 5-6 Μάρτη

20 Μαρτίου, 2016 Πολιτικά Κείμενα

Α. Συγκυρία
1. Ευρώπη 2016
Οχτώ χρόνια μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης οι πολιτικές σκληρής λιτότητας στις ευρωπαϊκές χώρες συνεχίζουν και οξύνονται. Αποτελούν τον κύριο οικονομικό, πολιτικό, ιδεολογικό μοχλό με τον οποίο η καπιταλιστική τάξη επιδιώκει να ξεπεράσει τη δομική κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου. Η λογική των πολιτικών αυτών απλή. Μειώνουν το κόστος εργασίας, αυξάνουν τα κέρδη ανά μονάδα κόστους εργασίας και ως εκ τούτου αυξάνουν το ποσοστό κέρδους της αστικής τάξης. Οι πολιτικές των κυβερνήσεων των ευρωπαϊκών κρατών , με μνημόνια ή χωρίς, αποτέλεσαν ακριβώς τον Aπλέον αποτελεσματικό τρόπο για τη μείωση του επιχειρηματικού κόστους των αστών. Μειώσεις στα κατώτατα επίπεδα μισθών και συντάξεων, συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας, κατάργηση εργασιακών δικαιωμάτων είναι τα βασικά εργαλεία για την επαναφορά της καπιταλιστικής κερδοφορίας στους σημερινούς ρυθμούς της ανάπτυξης. Αν σε αυτά προσθέσουμε την παραχώρηση, στο όνομα της δημόσιας εξυγίανσης, της δημόσιας περιουσίας στα χέρια της ιδιωτική πρωτοβουλίας, τότε καθίσταται φανερό ότι η λιτότητα στην Ευρώπη σήμερα αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του νεοφιλελεύθερου οικοδομήματος που χτίζεται στις πλάτες των ευρωπαϊκών λαών.
Ένα οικοδόμημα το οποίο χρησιμοποιεί ως κάποια ρυθμιστική αρχή το χρέος και τη δημιουργία χρεωμένων ανθρώπων. Μέσω της πίεσης του χρέους και την επιβολή της προσπάθειας αποπληρωμής αυτού ως κανονικότητα, το σύστημα καταφέρνει να πειθαρχήσει στα υποκείμενα και να εντείνει τις σχέσεις εξουσίας. Πατώντας , λοιπόν, στις ήδη δυσχερείς για τους εργαζομένους συνθήκες οι αντιθέσεις και οι ανισότητες οξύνονται και εφαρμόζονται, απροσχημάτιστα πλέον, ακραίες πολιτικές λιτότητας.
Η συνεχιζόμενη αυτή εμβάθυνση των πολιτικών λιτότητας έχει οδηγήσει στη παγίωση και γιγάντωση του φαινομένου του ευρωσκεπτικισμού. Σε αυτό το σημείο οφείλουμε να διευκρινίσουμε το εξής: στα περισσότερα κράτη στην Ευρώπη κύριοι φορείς του ευρωσκεπτικισμού είναι νεοφασιστικά κόμματα (πχ UKIP, Front National κτλ) που του δίνουν ένα εθνικιστικό περιεχόμενο, στην λογική της περιχαράκωσης των εθνικών οικονομιών ως μέσο για την αυτοτελή τους καπιταλιστική ανάπτυξη. Στην συνθήκη αυτή, η ελληνική αριστερά πρέπει να πρωτοστατήσει στην προσπάθεια για μια αριστερή ηγεμονία επί του όποιου ρεύματος ευρωσκεπτικισμού, νοηματοδοτώντας τον ως την προσπάθεια για ρήξη με την νεοφιλελεύθερη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση στην επιπρόσθετη κατεύθυνση του κοινωνικού μετασχηματισμού με διεθνιστικό όμως πρόσημο.
Αυτά δείχνουν ότι η λιτότητα συνιστά θεμελιακά μια ταξική πολιτική. Εξυπηρετεί με αποκλειστικό τρόπο τα συμφέροντα του κεφαλαίου σε βάρος των εργαζομένων, συνταξιούχων, μικροεπιχειρηματιών, ανέργων αλλά και των κοινωνικά αδύναμων ομάδων. Στις ομάδες αυτές κατεξοχήν θέση έχουν οι μετανάστες, οι οποίοι μετά την έκρηξη των προσφυγικών ροών προς την Ευρώπη μέσα στο 2015, έχουν μετατραπεί σε πιόνια κάλυψης των αναγκών του κεφαλαίου για φθηνό εργατικό δυναμικό, αλλά ταυτοχρόνως και σε αποδιοπομπαίους τράγους των δεινών που πλήττουν τους ευρωπαϊκούς λαούς.
Τα αίτια βέβαια του προσφυγικού ρεύματος δεν μπορούν να αφεθούν χωρίς μια κριτική ματιά. Η ανάμιξη για δεκαετίες των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων ΗΠΑ, Ρωσίας αλλά και Ευρωπαϊκών κρατών στη Μέση Ανατολή, επέτυχε, εκτός από την προώθηση των οικονομικών συμφερόντων των καπιταλιστών και το θάνατο και τα δεινά χιλιάδων αμάχων, να οδηγήσει σε έξαρση φονταμενταλιστικών ισλαμιστικών κινημάτων, στα οποία περίοπτη θέση έχει πλέον ο ISIS. Έτσι, η αποτυχημένη εμπλοκή των ιμπεριαλιστών στο συριακό εμφύλιο πόλεμο αφενός, και η επικράτηση του Ισλαμικού κράτους με όλες τις συνεπαγόμενες κτηνωδίες του αφετέρου, αναγκάζουν χιλιάδες ανθρώπους να καταφύγουν στην Ευρώπη, ώστε να σωθούν από την καταστροφή του πολέμου και τις φρικαλεότητες των τζιχαντιστών.
Πώς τους υποδέχεται η «προηγμένη» μας ήπειρος; στήνοντας νέα τείχη σε ΠΓΔΜ, Σλοβενία, Αυστρία και Ουγγαρία, κρατώντας τα παλιά της σε Ισπανία και Ελλάδα, στηρίζοντας τη δομές ελέγχου των θαλασσίων της συνόρων μέσω της FRONTEX, συνάπτοντας συμφωνίες με τον Ερντογάν για να κρατήσει ξεριζωμένους επί ασιατικού εδάφους, επιτρέποντας την είσοδο των νατοϊκών ναυτιλιακών δυνάμεων στο Αιγαίο, επιβάλλοντας ανώτατα όρια εισδοχής σε διάφορα κράτη, κλείνοντας τους πρόσφυγες σε στρατόπεδα «φιλοξενίας» και επιτρέποντας φασιστικά πογκρόμ εναντίον τους σε κάθε σημείο που καταφτάνουν. Μια Ευρώπη-Φρούριο.
Το όραμα της Ευρώπης φρούριο επανέρχεται στην πολιτική συζήτηση για τη δήθεν διαφύλαξη της ευρωπαϊκής ηπείρου και καμία ευρωπαϊκή κυβέρνηση δεν δείχνει πρόθυμη να συγκρουστεί με την υπάρχουσα κατάσταση.
Από τη μεριά της η ελληνική κυβέρνηση διατηρεί την υφιστάμενη απάνθρωπη κατάσταση, χωρίς να προτίθεται να συγκρουστεί, υιοθετώντας όλες τις ρατσιστικές αποφάσεις και πολιτικές οδηγίες που δίνονται από την υπόλοιπη Ευρώπη. Όσους όρκους πίστης στις αξίες του ανθρωπισμού και αν προσπαθεί να δώσει η ελληνική κυβέρνηση, φέρει τεράστιο μερίδιο ευθύνης για την τραγωδία που συντελείται καθημερινά στο Αιγαίο. Η είσοδος του ΝΑΤΟ στα σχέδια αποτροπής των προσφύγων, εγκαινιάζει σε τελικό επίπεδο την πιο βάρβαρη φάση της Ευρώπης- Φρούριο, με την σφραγίδα και τη σύμφωνη γνώμη της ελληνικής κυβέρνησης η οποία σπεύδει να ονομάσει τις βίαιες επαναπροωθήσεις των προσφύγων που θα επιχειρούν από κοινού Frontex και NATO, ως διάσωση των προσφύγων.
Οι προσφυγικές ροές, η τρομοϋστερία και η στρατιωτικοποίηση της Ευρώπης ουσιαστικά δημιουργούν ένα καθεστώς κράτους εκτάκτου ανάγκης που σε συνδυασμό με τη δημιουργία του εσωτερικού εχθρού στο πρόσωπο των μεταναστών αίρουν όλα τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα (από δικαίωμα στην απεργία μέχρι δικαίωμα χορήγησης ασύλου). Την εκκολαπτόμενη αυτή στρατιωτικοποίηση επισφράγισαν οι πολύνεκρες τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι. Οι επιθέσεις αυτές, που συνδέονται με την χρόνια επέμβαση των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στη Μέση Ανατολή , αξιοποιήθηκαν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο από το σύστημα, προκειμένου να σκορπίσει το φόβο απέναντι στους πρόσφυγες και να επιβάλλει τεχνηέντως ένα καθεστώς έκτακτης ανάγκης, που είχε ως κύριο αποδέκτη τα αγωνιζόμενα κομμάτια της κοινωνίας. Η διαδεδομένη εικόνα του στρατού και της αστυνομίας στους δρόμους του Παρισιού λίγο μετά τις επιθέσεις ήταν κατ’ ουσίαν μια μάχη του γαλλικού κράτους ενάντια στον εσωτερικό εχθρό, προς υπεράσπιση των συμφερόντων της αστικής τάξης.
Την ώρα που στη Συρία τα δυτικά κράτη συνεχίζουν να αναμειγνύονται στην εμπόλεμη κατάσταση, την ώρα που δε γίνεται καμιά προσπάθεια για ειρήνη, ούτε αποτρέπονται οι εκτοπισμοί πληθυσμών, η Ευρώπη επιλέγει να καλλιεργήσει ένα έντονο κλίμα ξενοφοβίας και ρατσισμού αξιοποιώντας τον επιβαλλόμενο φόβο απέναντι στις τρομοκρατικές επιθέσεις. Η πολιτική αυτή ρητορεία από πλευράς της Ευρώπης σε συνδυασμό με την εφαρμογή πολιτικών θεσμικού ρατσισμού ( ανέγερση νέων φραχτών, κατάσχεση χρημάτων και προσωπικών αντικειμένων των προσφύγων, λειτουργία Frontex κ.α ), δημιουργούν εύφορο έδαφος προς επικράτηση της ακροδεξιάς. Χώρες όπως η Γαλλία ή η Αυστρία βρίσκονται αντιμέτωπες με την ανάδειξη ακροδεξιών μορφωμάτων, που επιδιώκουν να αναδείξουν τους μετανάστες ως παράγοντα που απειλεί την κανονικότητα και την ευημερία της καθημερινής ζωής στην Ευρώπη.
Όλα αυτά επιτρέπουν την αναγωγή των προσφυγικού ρεύματος σε ζήτημα κυρίως δημόσιας τάξης και ασφάλειας, δίνοντας την ευκαιρία για τη δημιουργία ολοκληρωτικών δομών αστυνομικού ελέγχου μέσα στην Ευρώπη. Ήδη αυτοί οι μηχανισμοί καταστολής στρέφονται και ενάντια των εσωτερικών εχθρών του συστήματος, όπως φάνηκε από την πρωτοφανή απόπειρα να εκδοθούν στη Ιταλία 5 αγωνιστές-συμμετάσχοντες στη συγκέντρωση διαμαρτυρίας κατά της EXPO 2015, δυνάμει του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης.
Το τελευταίο, αν και ως ρυθμιστικό πλαίσιο έχει τις ιδιαίτερα βαριές μορφές διασυνοριακής εγκληματικότητας, στην υπόθεση των 5 φοιτητών χρησιμοποιήθηκε για τον περιορισμό των κοινωνικών αντιστάσεων και του δικαιώματος του συνέρχεσθαι. Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, μια συνολικότερη προσπάθεια διεθνοποίησης της καταστολής ποινικοποιώντας την πολιτική και κινηματική δράση με στόχο την κάμψη των συλλογικών αγώνων και της διεθνικιστικής πάλης.
2.Κεντρική πολιτική σκηνή
Μετά τις εκλογές της 20ης Σεπτέμβρη, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα αναδιαρθρωμένο κοινοβούλιο με μια αυξημένη και ετερόκλητη μνημονιακή πλειοψηφία, στο οποίο το μόνο κόμμα που θα μπορούσε να ενταχθεί στο φάσμα της Αριστεράς είναι το ΚΚΕ. Κυρίαρχα στοιχεία αυτού του εκλογικού αποτελέσματος είναι η θεαματική αποχή μεγάλου μέρους του εκλογικού σώματος σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές, η είσοδος της Ένωσης Κεντρώων για πρώτη φορά στη Βουλή και η σταθεροποίηση της Χρυσής Αυγής ως τρίτη πολιτική δύναμη.
Η νέα αυτή μνημονιακή πλειοψηφία μετατοπίζει το κύριο δίπολο της κεντρικής πολιτικής σκηνής της προηγούμενης περιόδου «μνημόνιο-αντιμνημόνιο» στο «προοδευτική πολιτική διαχείριση- συντηρητική πολιτική διαχείριση». Αυτή η μετατόπιση αποτελεί απόδειξη της ενσωμάτωσης του ΣΥΡΙΖΑ στον αστικό τρόπο άσκησης πολιτικής και οδηγεί στην περαιτέρω επικράτηση του δόγματος TINA (There Is No Alternative) και εδραίωση της ιδεολογικής ηγεμονίας της αστικής τάξης. Η παρούσα τάξη πραγμάτων παρουσιάζεται από την πλειοψηφία των πολιτικών δυνάμεων ως αναπόφευκτη, με αποτέλεσμα να αναδεικνύονται μόνο διαχειριστές της και να αποκλείεται εμμέσως το ενδεχόμενο αμφισβήτησής της σε επίπεδο κοινοβουλίου και, κατ’ επέκταση, συχνά και σε επίπεδο δημόσιου λόγου.
Παράλληλα με την επικράτηση του ΤΙΝΑ, παρατηρείται και μια αποστροφή των ανθρώπων προς την πολιτική ως έννοια και τις διάφορες πολιτικές διαδικασίες, η οποία, στην πραγματικότητα, έχει βαθιά πολιτικά χαρακτηριστικά, καθώς αποτυπώνει την κρίση πολιτικής εκπροσώπησης που έχει αναζωπυρωθεί αισθητά μετά τη μεταστροφή του ΣΥΡΙΖΑ. Η είσοδος της Ένωσης Κεντρώων στο κοινοβούλιο και η παραμονή του Ποταμού στο πολιτικό σκηνικό, έστω και με μειωμένη δυναμική, πρέπει να αναλυθούν ως αποτέλεσμα της κατάστασης που περιγράφηκε παραπάνω.
Το Ποτάμι, αφενός, αποτελεί ένα τυπικό φιλελεύθερο μόρφωμα, γεγονός που αποδεικνύεται και από την χαρακτηριστικά φιλελεύθερη πολιτική του ατζέντα, η οποία δίνει έμφαση σε ζητήματα όπως ο εξορθολογισμός του κράτους, έμφυλα και περιβαλλοντικά ζητήματα, χωρίς ωστόσο να υιοθετεί ουσιωδώς προοδευτική σκοπιά και να αμφισβητεί το ασφυκτικό πλαίσιο που θέτει ο νεοφιλελευθερισμός στην αντιμετώπιση τέτοιων θεμάτων. Εκφράζοντας, έτσι, μια τεχνοκρατική αντίληψη για την άσκηση πολιτικής, συνεχίζει να προσελκύει μια υπολογίσιμη -παρ’ ότι μειωμένη- μερίδα των ψηφοφόρων, βασιζόμενο σε μια ρητορεία σχετική με τον ευρωπαϊσμό και τον αστικό κοσμοπολιτισμό, καθώς και με την επαναφορά του εγχώριου ανταγωνισμό και της επαναφοράς της ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας σε διεθνές επίπεδο.
Η Ένωση Κεντρώων, αφετέρου, συνιστά νεοφιλελεύθερη πολιτική δύναμη με συντηρητικά χαρακτηριστικά που επιχειρεί να αυτοπαρουσιαστεί ως νέο πολιτικό εγχείρημα, εκμεταλλευόμενη ακριβώς την απέχθεια πολλών ανθρώπων για την πολιτική και, πιο συγκεκριμένα, για το παλιό, διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα της Ελλάδας. Όπως και το Ποτάμι, έχει υιοθετήσει μια τεχνοκρατική προσέγγιση για την πολιτική που στηρίζεται σε αιτήματα όπως η μείωση και η εκκαθάριση του δημοσίου τομέα και ο «πολιτισμένος διάλογος» στη βάση «εθνικών συμφερόντων» ανάμεσα στους εργαζόμενους και στο κεφάλαιο. Ούτε και σε αυτήν την περίπτωση, τελικά, θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για ένα ουσιαστικά νέο στοιχείο που έρχεται να προστεθεί στην πολιτική ζωή της χώρας, αλλά για μια ακόμη έκφανση του νεοφιλελεύθερου, ευρωκεντρικού προγράμματος που παρουσιάζεται ως μονόδρομος αφενός, και αφετέρου της διάχυτης απογοήτευσης και δυσπιστίας απέναντι στην πολιτική εν γένει.
Ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί έναν από τους κύριους διαμορφωτές της πολιτικής ζωής της χώρας, έχοντας καταφέρει να τοποθετήσει την Αριστερά στο περιθώριο και να διαμορφώσει να διαμορφώσει ένα νέο διαταξικό μπλοκ αναφοράς, αλλάζοντας τη μερίδα των κοινωνικών στρωμάτων που θέλει να υπερασπιστεί. Η ταξική μεροληψία, την οποία ευαγγελιζόταν, θυσιάζεται χάριν ενός επικοινωνιακού παιχνιδιού που θεωρεί πως θα εξασφαλίσει να διατηρήσει την απαραίτητη στήριξη για να παραμείνει στην κυβέρνηση και να επανεκλεγεί.
Το επικοινωνιακό παιχνίδι αυτό είναι ένα σενάριο αντιμαχόμενων πλευρών (Ευρωπαϊκοί Θεσμοί και κυβέρνηση), η μία εκ των οποίων είναι καταδικασμένη να χάνει πάντα. Με αυτό το πλασματικό επικοινωνιακό δίπολο εγγυάται η μαχητική ρητορεία του αγωνιζόμενου υπερασπιστή του ελληνικού λαού και παράλληλα συντηρείται η λογική του αναγκαίου κακού και άρα η δικαιολογημένη εφαρμογή του μνημονίου. Σε συνδυασμό με τη φρούδα ελπίδα του παράλληλου προγράμματος, έχει καταφέρει να κρατήσει το όνομα της Αριστεράς σε μεγάλη μερίδα των υποστηρικτών του, πράγμα που αποτελεί δυσμενή συνθήκη για την ανάπτυξη αντιπολίτευσης στα αριστερά του με όρους αξιώσεων.
Η κυβέρνηση, εκμεταλλευόμενη την απουσία αριστερής ριζοσπαστικής αντιπολίτευσης στο κοινοβουλευτικό επίπεδο, καταχράται το όνομα και το πολιτικό βάρος της Αριστεράς προκειμένου να εμφανισθεί ως η «λιγότερο επώδυνη» επιλογή μπροστά στην απροκάλυπτα σκληρή νεοφιλελεύθερη στάση της ΝΔ υπό τη νέα ηγεσία του Κ. Μητσοτάκη. Στη βάση αυτής της αλλαγής ηγεσίας, παρατηρούμε μια ουσιαστική πολιτική μεταστροφή της ΝΔ από ένα σκεπτικό «οικουμενικού σχήματος για το καλό της Ελλάδας», με το οποίο ο Ευ. Μεϊμαράκης κατάφερε να διατηρήσει δυνάμεις στις εκλογές του Σεπτεμβρίου, σε ένα ακραία νεοφιλελεύθερο που υποστηρίζει ότι τις αναγκαίες και μακροχρόνια εποικοδομητικές μεταρρυθμίσεις για την ανάπτυξη και την προσέλκυση επενδύσεων είναι πιο προωθητικό να τις φέρουν οι αυθεντικοί υποστηρικτές τους παρά οι πρόσφατα πεισμένοι ή και μεταμελημένοι «αριστεροί». Με τον τρόπο αυτό ξεκινά μία νέα περίοδος για τη ΝΔ, στην οποία συγκρούεται μετωπικά με την κυβέρνηση σε μια απόπειρα συσπείρωσης των ψηφοφόρων της.
Το ΠΑΣΟΚ στην προσπάθεια του για οργανωτική και πολιτική ανασυγκρότηση επιχειρεί να ανανεώσει το προφίλ του σε επίπεδο ρητορείας σε μια κατεύθυνση οριοθέτησης από τη Νέα Δημοκρατία και «επιστροφής στις αξίες». Εγκαλεί την κυβέρνηση για λαϊκισμό και την κατηγορεί για προπαγανδιστική πρακτική και για ανεπάρκεια σοβαρότητας. Βρισκόμενο στο μεσοδιάστημα του νεομνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ και της αναστηλωμένης ΝΔ, καλεί τους παλιούς του υποστηρικτές πίσω πάνω στην πλέον ασαφή και αντιφατική βάση (αναφορές στη σοσιαλδημοκρατία – μνημόνιο), δίχως να έχει κάποιο ουσιαστικά ελκυστικό πολιτικό πρόταγμα. Τέλος, διατηρεί ένα κρατικό-μιντιακό πλέγμα διαφθοράς (μεσοστελέχη υπουργείων, τοπική αυτοδιοίκηση, ΜΜΕ) που του προσφέρει έναν υπολογίσιμο μηχανισμό αναπαραγωγής. Όσον αφορά τις εκλογικές του επιδόσεις, το ποσοστό που συγκέντρωσε ο εκλογικός συνασπισμός της Δημοκρατικής Συμπαράταξης στην ουσία άθροισε τα ποσοστά των συνιστωσών του, χωρίς να φαίνεται κάποια προοπτική ανόδου.
Όσον αφορά τη Χρυσή Αυγή, η ανθεκτικότητα των εκλογικών ποσοστών της αποτελεί ακράδαντο τεκμήριο για το προφίλ του σημερινού ψηφοφόρου της. Σε αυτό δεν γίνεται να παραγνωρίζουμε την ιστορική τάση ανόδου του φασισμού και της ακροδεξιάς σε περιπτώσεις οικονομικής κρίσης και οξυμένων κοινωνικών αντιθέσεων. Οι πρακτικές του φασιστικού φαινομένου ωστόσο έχουν γίνει πλέον ευρύτερα γνώστες ώστε η στήριξη στην ΧΑ δεν γίνεται να δικαιολογείται πλέον με όρους άγνοιας ή παραπλάνησης. Παρ’ ότι δηλαδή με την ακροδεξιά ρητορεία της ,η Χ.Α. στοχεύει στα λαϊκά στρώματα, τα οποία έχουν πληγεί σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό από την οικονομική κρίση, έχει γίνει πλέον ολοφάνερη η σύνδεση της με κομμάτια του ελληνικού κεφαλαίου επιβεβαιώνοντας ότι είναι συστημικό κόμμα. Η ψήφος στη Χρυσή Αυγή έχει αποκτήσει μόνιμα χαρακτηριστικά γι’ ορισμένους ανθρώπους , γεγονός που λιγότερο ή περισσότερο παράγει μια ιδιαίτερα ανησυχητική ιδεολογική ένταξη.
Τέλος, στις τελευταίες εκλογές παρατηρήσαμε μια ραγδαία αύξηση των ποσοστών αποχής (σε σχέση με τις προηγούμενες) καθ’ ότι μετά τη δεξιά στροφή του ΣΥΡΙΖΑ η κρίση πολιτικής εκπροσώπησης έχει ενταθεί. Αυτό το φαινόμενο δημιουργεί μια νέα δεξαμενή «πολιτικής απογοήτευσης» η οποία μπορεί να εκρεύσει προς δύο τελείως διαφορετικές κατευθύνσεις: προς την ενεργό αντιπολίτευση στις εφαρμοζόμενες πολιτικές ή στην πλήρη πολιτική αδράνεια με επιθετικές διαθέσεις ενάντια στην πολιτική καθολικά.
Όσο τα μνημονιακά μέτρα περνούν απ’ το ελληνικό κοινοβούλιο το ένα μετά το άλλο, στον τομέα των δικαιωμάτων φύλου ψηφίζεται ένα θετικό, αν και ανεπαρκές, νομοσχέδιο που επεκτείνει το Σύμφωνο Συμβίωσης και για τα ομόφυλα ζευγάρια. Στο εν λόγω νομοσχέδιο αποτυπώνεται η κατοχύρωση κληρονομικών, φορολογικών, κοινωνικοασφαλιστικών, εργασιακών και γενικότερων οικογενειακών σχέσεων στα ομόφυλα ζευγάρια, αλλά και η συμβολική υφή της πλέον καθ’ όλα θεσμικής-νόμιμης δήλωσης σεξουαλικού προσανατολισμού εκ μέρους των ομοφυλόφιλων. Βασική έλλειψη του νομοσχεδίου, όπως σημειώνουν και μέλη της lgbtqi κοινότητας είναι η αδυναμία τεκνοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια, καθώς και η μη θεσμοθέτηση ταυτότητας φύλου.
3. Πολιτικές λιτότητας
Αναμφισβήτητα το νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο Κατρούγκαλου έχει ανοίξει μια τεράστια συζήτηση και έχει δημιουργήσει θύελλα αντιδράσεων στην πλειοψηφία του πληττόμενου κόσμου. Η κυβέρνηση υπό την κατακραυγή και την πολιτική αποδοκιμασία των νέων, των εργαζομένων, των αγροτών και των συνταξιούχων για το επικείμενο νομοσχέδιο, παρουσιάζει την επιχειρούμενη κατεδάφιση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης ως «εξασφάλιση του δημόσιου και αναδιανεμητικού χαρακτήρα του».
Εκτός από την εικονική αντιπαράθεση ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ, υπάρχει και η πραγματικότητα. Το νέο ασφαλιστικό αποτελεί ακόμη μια επίθεση σε βάρος του κόσμου της εργασίας και πρέπει να αποσυρθεί. Ικανοποιεί τα πιο επιθετικά σχέδια της άρχουσας τάξης και των δανειστών, και γι αυτό αποτελεί όπλο καταστροφής των δικαιωμάτων εκατομμυρίων νυν ασφαλισμένων αλλά και των ασφαλιστικών δικαιωμάτων των επόμενων γενεών. Είναι κατ’ ουσία η πιο εφιαλτική εκδοχή του «δόγματος του ΣΟΚ» που εμπνέει το ελληνικό πρόγραμμα προσαρμογής, όπως υλοποιείται με τα διαδοχικά μνημόνια. Δείγματα αυτής της συνεχιζόμενης πολιτικής τα έχει βιώσει ήδη ο λαός και οι εργαζόμενοι με την εκτίναξη της ανεργίας σε επίπεδα ρεκόρ για την χώρα την τελευταία πενταετία. Αν αναλογιστεί κανείς την υπονόμευση των εργασιακών σχέσεων, την κατάργηση των ΣΣΕ και της εθνικής ΣΣΕ, την κατακόρυφη άνοδο της μαύρης και ανασφάλιστης εργασίας – που πλήττει κατεξοχήν τους νέους/ες- καθώς και την κατάρρευση των ασφαλιστικών ταμείων και των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, είναι σαφές ότι το νέο ασφαλιστικό έρχεται να επισφραγίσει μια μακρά περίοδο λιτότητας επιδεινώνοντας την υπάρχουσα κατάσταση.
Το ασφαλιστικό νομοσχέδιο δεν αποτελεί έργο μόνο της κυβέρνησης. Είναι προϊόν των απαιτήσεων της ίδιας της ΕΕ. Η κυβέρνηση χρησιμοποιεί σταθερά το αφήγημα της αναγκαστικής υποταγής με σκοπό την διατήρηση της χώρας στην ΕΕ και το ευρώ, για να υπερασπιστεί την ασφαλιστική μεταρρύθμιση. Στην πραγματικότητα λοιπόν, μέσα από το νέο ασφαλιστικό, η ΕΕ προσπαθεί να προωθήσει την εμβάθυνση του νεοφιλελευθερισμού στο εσωτερικό της. Το Θεσμικό Μοντέλο Κοινωνικής Πολιτικής, αμφισβητείται. Σκοπός δεν είναι η μεταρρύθμιση καθ’ εαυτή, αλλά η σταδιακή άρση της κοινωνικής παρεμβατικότητας του κράτους. Αυτό βρίσκεται στα πλαίσια της διαμόρφωσης ενός Υπολειμματικού Μοντέλου Κοινωνικής Πολιτικής, που προσομοιάζει σε αυτό των ΗΠΑ. Δεν είναι τυχαίο πως η αξιωματική αντιπολίτευση, που συμμετέχει στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, μαζί με το ηγεμονικό εντός ΕΕ, Χριστιανικοδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας, δεν έχει μία διαφορετική αφήγηση για το μέλλον της Κοινωνικής Ασφάλισης. Αντίθετα, πέραν την κενής αντιπολιτευτικής ρητορικής, δηλώνει πως ο Λαός πρέπει να μην φοβηθεί τις μεταρρυθμίσεις, ενώ ταυτόχρονα, προτείνει ένα μοντέλο ασφάλισης μικτό, με συμμετοχή του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, κάτι που αίρει τον κοινωνικό χαρακτήρα της Ασφάλισης και αποτελεί σαφέστατα πρόδρομο ενός Υπολειμματικού Μοντέλου. Ως εκ τούτου, το νέο ασφαλιστικό αποτελεί μέρος της γενικότερης στρατηγικής του σύγχρονου καπιταλισμού, που εκδηλώνεται μέσα από την νεοφιλελεύθερη ιδεολογία.
Με βάση το Μνημόνιο 3 η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έχει δεσμευτεί να εξοικονομήσει 1,8 δις προερχόμενο από την οικονομική απομύζηση των εργαζομένων, των αγροτών και των συνταξιούχων. Ειδικότερα στην πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης προβλέπεται εξοντωτική αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών για τους ελεύθερους επαγγελματίες, τους αυτοαπασχολούμενους και τους εργαζόμενους με μπλοκάκια, που σε συνδυασμό με την φορολογική επίθεση που αναμένεται, θα τους οδηγήσει σε έξοδο από το επάγγελμα και στην ανεργία. Όλα αυτά την ώρα που οι θεσμοί δεν κάνουν καν δεκτή της αύξηση των εργοδοτικών εισφορών κατά μόλις 1%. Θύματα της ίδιας πολιτικής αποτελούν και οι μικροί και μεσαίοι αγρότες που ουσιαστικά το ασφαλιστικό νομοσχέδιο τους θέτει εκτός της αγροτικής παραγωγής και των γεωργικών εργασιών τριπλασιάζοντας τις ασφαλιστικές τους εισφορές σταδιακά έως το 2019. Παράλληλα, στο κoμμάτι των συντάξεων προβλέπεται σταδιακή κατάργηση του ΕΚΑΣ, μείωση στις κύριες συντάξεις, διατήρηση της «ρήτρας μηδενικού ελλείμματος», ενώ η ενοποίηση όλων των ταμείων σε ένα υπερταμείο θα οδηγήσει αδιαμφισβήτητα στην ισοπέδωση δικαιωμάτων και παροχών των ασφαλισμένων.
Το πέρασμα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στο αντίπαλο ταξικό στρατόπεδο αντικατοπτρίζεται και σε μια σειρά άλλων πολιτικών επιλογών που ξεδιπλώθηκαν το προηγούμενο διάστημα. Η διαμόρφωση ενός «ευνοϊκού» περιβάλλοντος για ιδιωτικές επενδύσεις που θα φέρουν την «ανάπτυξη», έχουν ως συνέπεια το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας και την εξυπηρέτηση του εγχώριου και διεθνούς κεφαλαίου. Η ιδιωτικοποίηση μιας σειράς αεροδρομίων και λιμανιών (με χαρακτηριστικότερο το ξεπούλημα του ΟΛΠ), αποτυπώνουν μια λογική αντίθετη στις αρχές και τις αξίες της αριστεράς. Ο δημόσιος χαρακτήρας βασικών κοινωνικών αγαθών τίθεται υπό αμφισβήτηση και οι δυνάμεις της αγοράς προβάλλονται ως ο «ρυθμιστικός παράγοντας» που δήθεν θα αντιστρέψει την κατάσταση. Την ίδια στιγμή προτείνεται από τον κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο του ΣΥΡΙΖΑ ακόμη και η επιβολή διδάκτρων στα δημόσια σχολεία, ενώ το νομοσχέδιο Φίλη μέσω του «εθνικού διαλόγου» επιδιώκει να παρακάμψει τα συλλογικά όργανα των φοιτητών και να προσαρμόσει τη λειτουργία των ΑΕΙ-ΤΕΙ στα ευρωπαϊκά πρότυπα μέσω μιας κατ’ επίφαση δημοκρατικής διαδικασίας. Εκτός όμως από τη δημόσια περιουσία χτυπιέται βάναυσα και η ατομική περιουσία πολιτών μέσω της απελευθέρωσης των πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας και την πώληση των κόκκινων δανείων σε distress funds.
Προκειμένου να γίνει πλήρως κατανοητή η παραπάνω κατάσταση, είναι απαραίτητο να κάνουμε την παραδοχή ότι το μνημόνιο δεν αποτελεί απλώς ένα άθροισμα μέτρων, αλλά κοινωνικό καθεστώς. Είναι σαφές ότι η υλοποίηση ενός σκληρού νεοφιλελεύθερου προγράμματος είναι ισοδύναμη με μια συνολική επαναδιαπραγμάτευση των αναγκών των εργαζομένων τάξεων προς τα κάτω. Υιοθετείται, με αυτόν τον τρόπο, ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, βάσει του οποίου οι εργαζόμενες/οι καλούνται να συμφωνήσουν να ζουν με όρους ακραία χειρότερους απ’ ό,τι υποσχόταν επί δεκαετίες ο νεοφιλελευθερισμός (από την πετρελαϊκή κρίση του ’74) . Προκειμένου να γειωθεί κοινωνικά ένα πρόγραμμα που έρχεται να επιτεθεί στην κοινωνική πλειοψηφία, στην άσκηση της πολιτικής αξιοποιείται η κρατική καταστολή και ο φόβος, όπως έχει γίνει φανερό τόσο από τις κινητοποιήσεις της τελευταίας περιόδου και την αντιμετώπισή τους από την πλευρά της κυβέρνησης, όσο και από την επικράτηση μιας ρητορείας στο δημόσιο λόγο που παρουσιάζει οποιαδήποτε προοπτική εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ευρωζώνης ως καταστροφή. Ταυτόχρονα, ο νεοφιλελευθερισμός παγκοσμίως έχει φτάσει σε ένα τέλμα, καθώς δεν μπορεί πλέον να περιγράψει με θετικούς όρους το μέλλον. Έτσι, προκειμένου να επιβιώσει, αξιοποιεί είτε διάφορα success stories τα οποία προβάλλουν τον ατομικό δρόμο ως τη μοναδική δυνατότητα ευτυχίας για τον άνθρωπο, είτε προβαίνει στην κατασκευή εσωτερικών εχθρών (π.χ. μεταναστών, προσφύγων, ομοφυλόφιλων κ.ά.) και στη συντηρητικοποίηση του δημόσιου λόγου, ούτως ώστε να αποπροσανατολίσει τις πληττόμενες κοινωνικές ομάδες από την πραγματικότητα της επίθεσης που υφίστανται. Το μνημόνιο, λοιπόν, δεν συνιστά ένα νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων περιορισμένων στην οικονομία, αλλά, πολύ περισσότερο, ένα συνολικό τρόπο οργάνωσης των κοινωνιών.
Γι αυτό το λόγο, δε μπορεί να ισχυρίζεται κανείς ότι μέσα σε αυτό το καθεστώς υπάρχουν δυνατότητες άσκησης εναλλακτικής πολιτικής προς το συμφέρον των υποτελών. Δε μπορεί, δηλαδή, να υπάρξει ένα μνημόνιο με πιο ανθρώπινο πρόσωπο, όπως το παρουσιάζει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Το 3ο μνημόνιο, όπως και τα προηγούμενα δύο, έρχεται να πλήξει ακόμα περισσότερο τις υποτελείς τάξεις και να απορρυθμίσει περαιτέρω τις εργασιακές σχέσεις. Όσο το μνημονιακό καθεστώς δεν ανατρέπεται, αλλά οι εκάστοτε κυβερνήσεις προσπαθούν να το «εξανθρωπίσουν», τόσο θα συνεχίζονται οι πολιτικές λιτότητας. Αυτό γίνεται εμφανές, αν διαβάσει κανείς τα προσχέδια των νομοσχεδίων που ετοιμάζεται να φέρει σε ψήφιση η κυβέρνηση, με πρώτο αυτό του νέου ασφαλιστικού.
Με τη σταδιακή μεταστροφή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ από την αντιμνημονιακή ρητορική στην εφαρμογή λιτότητας και μνημονίων , τα κινήματα ξεπέρασαν το πρώτο μούδιασμα και ξαναβγαίνουν δυναμικά στους δρόμους έτοιμα να διεκδικήσουν τη ζωή και την αξιοπρέπεια που τους παίρνουν. Στοίχημα για την ριζοσπαστική αντικαπιταλιστική αριστερά είναι αφενός να καταφέρει να εκφράσει αυτή την κοινωνική δυναμική, που κάνει ξανά αισθητή τη παρουσία της σε επιμέρους κοινωνικούς χώρους, να συνδεθεί με τα πληττόμενα κοινωνικά στρώματα και αφετέρου να ισχυροποιήσει και να λειτουργήσει ως καταλύτης στην περαιτέρω ανάδειξη και την απελευθέρωση της αγωνιστικής διαθεσιμότητας που υποβόσκει. Σε αυτό το πλαίσιο απέναντι στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και στα εν δυνάμει κοινοβουλευτικά μαξιλαράκια της (είτε αυτά είναι η Ένωση κεντρώων , το Ποτάμι , το ΠΑΣΟΚ είτε μια οικουμενική με τη ΝΔ) ως Αριστερή Ενότητα θα επιδιώξουμε τους από κοινού αγώνες με τους εργαζόμενους ενάντια στις πολιτικές λιτότητας αλλά και θα διαδραματίσουμε ενεργό ρόλο σε κάθε μάχη στην οποία οι άνθρωποι δημιουργούν ένα μέλλον που να τους χωράει στο τώρα (όπως είναι τα συνεργατικά εγχειρήματα, η αλληλέγγυα οικονομία, τα πολιτιστικά και κοινωνικά στέκια). Σταθμοί σε αυτούς τους αγώνες, στο προσεχές διάστημα, θα είναι η αντίσταση στο νέο ασφαλιστικό και η ενίσχυση των εγχειρημάτων και πρωτοβουλιών στους πρόσφυγες και τους μετανάστες, όπως η πανευρωπαϊκή αντιρατσιστική κινητοποίηση στις 18-21 Μάρτη.
4. Κινηματικές απαντήσεις
Από τους πρώτους μήνες μετά την ανάληψη καθηκόντων από τη νέα κυβέρνηση, η κινητοποιήσεις ενάντια στο νέο ασφαλιστικό υπήρξαν ιδιαίτερα μαζικές και κλιμακούμενες με αποκορύφωμα την 4η Φλεβάρη, που θύμισε τις αντιμνημονιακές κινητοποιήσεις του 2010 σε μαζικότητα και παλμό. Στις ήδη πληττόμενες επαγγελματικές ομάδες / κοινωνικά στρώματα ήρθαν να προστεθούν και άλλες (όπως γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί), που παραδοσιακά βρίσκονταν σε ευνοϊκότερη οικονομική/κοινωνική κατάσταση, εντασσόμενοι πολλές φορές σε ένα φαντασιακό προσωπικής ανέλιξης/καταξίωσης βάσει κλάδου, και σύμφωνα με αυτά θεωρούνταν συμμέτοχοι μιας δυνάμει αντιπαραθετικής ταξικής συμμαχίας από τη δική μας. Μέσα από αυτή τη διαδικασία ανακατάταξης, οι ομάδες αυτές δεν αλλάζουν δεδομένα ταξική συστράτευση, παρ’ ότι βλέπουν το φαντασιακό τους να προδίδεται, αλλά και να υποβαθμίζεται τόσο οικονομικά όσο και από άποψη αίγλης η κοινωνική τους θέση. Υπόθεση της αριστεράς είναι η ιδεολογική ηγεμονία και η προώθηση ριζοσπαστικών αιτημάτων, σε αντίθεση με μια οριζόντια κυβερνητική παραφιλολογία που μιλάει για διαμαρτυρία «κατσαρόλας».
Ακόμη, στις αρχές του χρόνου, μεγάλη μερίδα αγροτών κινητοποιήθηκε ενάντια στις βάρβαρες ρυθμίσεις του προωθούμενο ασφαλιστικού, αλλά και του φορολογικού για τους αγρότες, είτε κλείνοντας εθνικές οδούς είτε με μεγάλες και δριμείες διαδηλώσεις σε μεγάλες πόλεις της χώρας με αποκορύφωμα αυτή της Αθήνας. Οι ριζοσπαστικές μορφές πάλης και η ισχυρή πίεση που άσκησαν οι αγρότες ανάγκασε την κυβέρνηση να κάνει ορισμένες παραχωρήσεις, όπως την αύξηση του αφορολόγητου ορίου, τη σταδιακή αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών σε βάθος πενταετίας και όχι κατευθείαν, ευνοϊκότερο πλαίσιο χαρακτηρισμού σαν «κατά κύριο επάγγελμα» αγρότης. Οι παραπάνω παραχωρήσεις έκαναν τους αγρότες να υποχωρήσουν, τουλάχιστον προσωρινά. Ωστόσο τα μέτρα παραμένουν επίπονα, προωθούν την οικονομική αναδιάρθρωση και στην γεωργία, είναι στην κατεύθυνση της ΚΑΠ (κοινή αγροτική πολιτική) και των ευρύτερων οικονομικών πολιτικών της Ε.Ε. Ως συνέπεια αναμένεται να οδηγηθεί ένας αριθμός αγροτών εκτός παραγωγής, και να πλήξει σημαντικά τους μικρομεσαίους εναπομείναντες.
Το προσφυγικό υπήρξε όλη την προηγούμενη περίοδο ένα ζήτημα που κινητοποίησε τεράστια μάζα κόσμου, πέραν όσων εμπλέκονται τακτικά με τα κινήματα, με συλλογές τροφίμων και άλλων ειδών πρώτης ανάγκης σε όλη τη χώρα, συμμετοχή σε αντιρατσιστικές πορείες και πορείες ενάντια στο φράχτη του Έβρου. Οι αυτοοργανωμένες δομές που ξεπήδησαν ανά τη χώρα στους κρίσιμους κόμβους απ’ όπου περνούν οι πρόσφυγες συνεισέφεραν στη κάλυψη υλικών και μη αναγκών (σίτισης στέγασης, φροντίδας), ενώ έπαιξαν και καθοριστικό ρόλο στην προώθηση πολιτικών αιτημάτων, σαν το άνοιγμα των συνόρων, και άσκησαν αποφασιστική πίεση στην κυβερνητική μεταναστευτική πολιτική. Παραδείγματα τέτοιων δομών που λειτουργούν μέχρι σήμερα είναι η Αυτοοργανωμένη Πρωτοβουλία Αλληλεγγύης στους Πρόσφυγες και τους Μετανάστες (Αθήνα) και η αποστολή της στη Λέσβο που έφτιαξε την Αυτοοργανωμένη Δομή Πλατάνου Συκαμιάς (σώζοντας από πνιγμό αρκετούς πρόσφυγες), το «Νo border kitchen» (Λέσβος) με διεθνή συμμετοχή, και οι καταλήψεις στέγης προσφύγων «Νοταρά 26» (Αθήνα) και «Ορφανοτροφείο» (Θεσσαλονίκη). Το πλέγμα αυτών των δομών εξυπηρετούν πολλαπλή σκοπιμότητα: αφενός την έμπρακτη αλληλεγγύη στους πρόσφυγες και μετανάστες/ιες και αφετέρου να αναδείξουν την πολιτική διάσταση του προσφυγικού αλλά και να προβάλουν έναν άλλο τρόπο με τον οποίο μια κοινότητα οργανώνει τη ζωή της και καλύπτει τις ανάγκες της μέσω της αυτοοργάνωσης και της αυτοδιαχείρισης.
Γ. Β. Πανεπιστήμιο
1. Κατάσταση πανεπιστημίου – φοιτητικού κινήματος
Το ζήτημα της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης είναι πολυπαραγοντικό ως προς τον αντίκτυπό του. Οι νεοφιλελεύθερες λογικές συνεχούς εξειδίκευσης, σπασίματος των ακαδημαϊκών αντικειμένων (και μέσω της «διοικητικής» αλλαγής που επέφερε το σχέδιο Αθηνά 1, όπου άλλαζε το χάρτη των Σχολών και των Τμημάτων καταστρατηγώντας κάθε έννοια αντικειμένου και κλάδου) και συνεχούς αυταρχικοποίησης, μέσω της άρσης των συλλογικών διαδικασιών στο εσωτερικό των Πανεπιστημίων, δημιουργούν μία φοιτητική καθημερινότητα που θα συστήσει μετέπειτα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά καθημερινότητας στα υποκείμενα μετά το Πανεπιστήμιο. Υπ’ αυτή την έννοια η επίθεση στο Πανεπιστήμιο είναι μία διαδικασία κατά την οποία αλληλοδιαπλέκονται τόσο τα οικονομικά συμφέροντα με πρόσκαιρο αλλά και μακροπρόθεσμο τρόπο όσο και εκείνα τα χαρακτηριστικά που διαπαιδαγωγούν και συνεχώς μετασχηματίζουν τα υποκείμενα. Επισφράγιση της όλης διαδικασίας προς ένα νοεφιλελεύθερο Πανεπιστήμιο ήταν η συνθήκη της Μπολόνια, και εν Ελλάδι οι νόμοι Διαμαντοπούλου-Αρβανιτόπουλου που την υλοποιούν.
Αναλυτικότερα, τίθενται δύο στόχοι για το νεοφιλελεύθερο πανεπιστήμιο. Αφενός, η πλήρης επαγωγή της γνώσης στο κριτήριο της οικονομικής ανταποδοτικότητας, πράγμα που σημαίνει το σπάσιμο των ακαδημαϊκών αντικειμένων, η ιδιωτικοποίηση όλο και πιο διευρυμένων μερών του πανεπιστημίου, καθώς και η κατάργηση των συλλογικών επαγγελματικών μας δικαιωμάτων. Αφετέρου, η αναπαραγωγή κοινωνικών συμπεριφορών και ταυτοτήτων που θα εξασφαλίζουν την πειθάρχηση των κυριαρχούμενων γενικά ως ανθρωπότυπου, σε όλες τις πτυχές του δημόσιου βίου τους, συνεπώς και της εργασίας. Στο ιδεολογικό πλαίσιο αναπαραγωγής που αναφέρουμε συμβάλλει και το απολιτίκ πρόταγμα που όλο και μεγαλύτερη μάζα φοιτητών οικειοποιείται. Ένα πλαίσιο που, αποτελώντας μέρος του συντηρητικού ιδεολογήματος για τη κοινωνική ζωή, αναγορεύει τον ατομικό δρόμο που αρχικά ως φοιτητές και μετέπειτα ως εργαζόμενοι θα πρέπει να υιοθετήσουν ως το «λογικό». Ανεξάρτητα από το βαθμό συνειδητότητας που διέπει το σκεπτικό αυτό, δεν παύει να προτάσσει την πρωτοκαθεδρία του ατομισμού ως την προφανή λύση, βάσει του τι πρέπει να «επιθυμούμε στην κατάσταση που βρισκόμαστε». Εν τούτοις, η εντατικοποίηση, οι διαγραφές και τα όρια φοίτησης, η πρωτοφανής καταστολή, ο καριερισμός, η κάθετη διοίκηση μέσα απ’ τα Συμβούλια Ιδρύματος, η εξατομίκευση, μόνο αθώες ενδείξεις δεν είναι για το μέλλον μας.
Η συνθήκη που συναρθρώνει αυτές τις πτυχές είναι η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης που επιβάλλει η κυρίαρχη τάξη προκειμένου να απεμπλακεί απ’ την ανάγκη συναίνεσης για την διεύρυνση των κερδών και της εξουσίας της. Ενδεικτική είναι και η απαξίωση στην οποία έχουν περιέλθει πανεπιστημιακά ιδρύματα, με την χρηματοδότηση τους από τον προϋπολογισμό του κράτους να έχει μειωθεί κατά 70% σε σχέση με το 2010 και κατά 20% μόλις σε σχέση με πέρσι.
Όσων αφόρα τα Τ.Ε.Ι. (Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα) εδώ και πολλά χρόνια, έχουν εκδοθεί αρκετά Προεδρικά Διατάγματα που ορίζουν τα επαγγελματικά δικαιώματα και την επαγγελματική αποκατάσταση των αποφοίτων, χωρίς αυτά να έχουν υπογραφεί. Πάγια θέση μας είναι η άμεση απόδοση επαγγελματικών δικαιωμάτων σε όλα τα τμήματα των ΤΕΙ.
Είναι κοινώς αποδεκτό ότι η εκπαιδευτική διαδικασία στα ΤΕΙ έχει επιβαρυνθεί σφοδρά από την έλλειψη εκπαιδευτικού προσωπικού, τόσο μόνιμου όσο και έκτακτου. Θεωρούμε ότι για να διορθωθεί αυτή η προβληματική θα πρέπει να υπάρξει άμεσα προκήρυξη προσλήψεων νέου προσωπικού με στόχο την ομαλή λειτουργία των Ιδρυμάτων. Παράλληλα θα πρέπει να υπάρξουν και προσλήψεις διοικητικού προσωπικού καθώς πολλές υπηρεσίες των ΤΕΙ υπολειτουργούν.
Η ύπαρξη της υποχρεωτικής άσκησης είναι κάτι που διαχωρίζει τα ΤΕΙ από τα ΑΕΙ και αποτελεί μια πρώτη γεύση για το τι πρόκειται να αντικρίσει στο χώρο εργασίας, ασκώντας την ειδικότητά του. Ωστόσο μιας και η πρακτική είναι υποχρεωτική, το γεγονός αυτό πέφτει έρμαιο εκμετάλλευσης από τους εργοδότες με στόχο τη μετατροπή του ασκούμενου από εργαζόμενο σε δούλο χωρίς επαρκή αμοιβή και εργασιακά δικαιώματα (όπως αυτά ορίζονται από τις συμβάσεις). Θέση μας είναι η θέσπιση ενός φορέα που σε συνεργασία με τα Ιδρύματα θα ελέγχει την ομαλή διεξαγωγή της πρακτικής άσκησης, διασφαλίζοντας ότι ο ασκούμενος θα απασχολείται στην θέση που πρέπει και ότι θα αμείβεται κανονικά.
Αν και τα παραπάνω αποτελούν βασικές μας θέσεις και ένα πρώτο πλαίσιο για την βελτίωση των συνθηκών εντός των Τεχνολογικών ιδρυμάτων σε πανελλαδικό επίπεδο, δεν περιοριζόμαστε εκεί. Πάγια θέση μας είναι η θέσπιση ενός Ενιαίου Χώρου Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Στην πράξη αυτό συνεπάγεται την άρση του κατακερματισμού των γνωστικών αντικειμένων, την κατάργηση της εξειδίκευσης που υπάρχει αυτή τη στιγμή και τη δόμηση ισχυρών ενιαίων πτυχίων υψηλού επιπέδου, σπάζοντας έμπρακτα τον διαχωρισμό ΑΕΙ/ΤΕΙ. Αυτό θα έχει και άμεσα αντίκτυπο στην εργασιακή προοπτική των αποφοίτων, καθώς θα σπάσει ο διαχωρισμός σε εργαζομένους 2 ταχυτήτων που επικρατεί. Όλο αυτό αποτελεί αίτημα του φοιτητικού κινήματος εδώ και πολλά χρόνια και θα αποτελέσει μια πολύ καλή κίνηση στην πορεία της αναβάθμισης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ωστόσο όποια αλλαγή πρόκειται να γίνει θα πρέπει να πληροί όλα τα κοινωνικά και ακαδημαϊκά κριτήρια που μια τέτοια μεταβολή μπορεί να ενέχει και να γίνει πάντα μέσα σε ένα πλαίσιο διαβούλευσης με όλα τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας. Παράλληλα πρέπει να επιδιώξουμε αυτό το ζήτημα να συζητηθεί αμεσοδημοκρατικά και από τα κάτω, εντός των κοινωνικών χώρων, εμπλέκοντας με αυτόν τον τρόπο μαζικά τον κόσμο των σχολών σε αυτή την συζήτηση.
Μέσα σε όλη αυτήν την κατάσταση που διέρχεται το πανεπιστήμιο, το φοιτητικό κίνημα οφείλει να αντεπιτεθεί στις παραπάνω πολιτικές. Ένα φοιτητικό κίνημα που παραμένει κατακερματισμένο, καθώς οι ριζοσπαστικές δυνάμεις του, βυθισμένες στην εσωστρέφεια τους, αδυνατούν να δείξουν έναν εναλλακτικό δρόμο απέναντι στον ατομικισμό που διακατέχει το πανεπιστήμιο, αλλά και τους ίδιους τους φοιτητές. Μεταξύ άλλων, η απομαζικοποίηση των συλλογικών διαδικασιών, η ελλειματική συζήτηση στο εσωτερικό των συλλόγων, οι παθογένειες των δόμων, οι αναθετικές πρακτικές στις σπάνιες Γ.Σ, με ευθύνη και των δυνάμεων της Αριστεράς και η ανεπαρκής σύνδεση με το κοινωνικό γίγνεσθαι τείνουν να αποτελούν κανόνα και όχι εξαίρεση. Τελικά το φοιτητικό κίνημα τις περισσότερες περιπτώσεις «τρέχει πίσω» από τις εξελίξεις, δίνοντας αμυντικές μάχες, το έδαφος των οποίων επιλέγεται ως επί το πλείστων από τον ταξικό αντίπαλο, αδυνατώντας να παράξει το θετικό εκείνο αντι-πρόταγμα ζωής και αγώνα, που θα το κάνει συστημικά επικίνδυνο. Χρειαζόμαστε, συνεπώς, ένα συνεκτικό πολιτικό σχέδιο, αν θέλουμε να μιλήσουμε για ανανεωμένο κίνημα, που θα αποτινάξει από πάνω μας το τέλμα της βιοπολιτικής βαρβαρότητας. Ένα σχέδιο που ξεκίνα από την οργάνωση της καθημερινότητας, με αυτοργανωμένες δομές έμπρακτης ταξικής αλληλεγγύης και χειραφετητικού πολιτισμού, πέρνα από την συζήτηση για την απελευθερωτική γνώση στην υπηρεσία του μετασχηματισμού της κοινωνίας, και φτάνει να περιγράψει το πανεπιστήμιο των αναγκών μας και την κοινωνία που οραματιζόμαστε και παλεύουμε για να οικοδομήσουμε.
2. Καθημερινότητα φοιτητή
Ως Αριστερή Ενότητα, θεωρούμε πως η νεολαία και το φοιτητικό σώμα ως υποσύνολο αυτής, αποτελούν ως ένα βαθμό μια διακριτή κοινωνική ομάδα με πληθώρα αυτοτελών χαρακτηριστικών. Παράλληλα όμως δεν παύει να διαπερνάται από την κυρίαρχη ταξική αντίθεση, όπως κάθε άλλο κομμάτι της κοινωνίας. Βάσει αυτής της θεώρησης καλούμαστε να διαπιστώσουμε τις αλλαγές που έχει υποστεί η καθημερινότητα του φοιτητή μέσα στο πέρας των χρόνων των μνημονίων. Μέχρι τώρα μία καλή φοιτητική πορεία μπορούσε να αποτελέσει το κλειδί για το ξεκίνημα μίας πετυχημένης και ακριβοπληρωμένης καριέρας και ενός κοινωνικού στάτους. Στο πλαίσιο αυτό, δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για την αναπαραγωγή ενός προτύπου φοιτητή καριερίστα, που έβλεπε το πανεπιστήμιο σαν ένα χώρο ανταγωνισμού και ατομικής ανέλιξης. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο συλλογικός δρόμος υπονομεύτηκε έναντι του ατομικού, καθώς ο τελευταίος εμφανιζόταν να δίνει αποτελέσματα πολύ πιο εύκολα και γρήγορα.
Με αρχή την οικονομική κρίση και εν συνεχεία την επαναλαμβανόμενη εφαρμογή των μέτρων λιτότητας, ο φοιτητής αρχίζει να βλέπει αυτό ακριβώς το πρότυπο να καταρρέει, καθώς γίνεται εμφανές ολόγυρα του, ότι παρά την απόκτηση όλο και περισσότερων προσόντων, η ανεργία και η επισφάλεια δεν κάνουν καμία διάκριση. Αυτό, ταυτόχρονα με την διάλυση των επαγγελματικών δικαιωμάτων, από την Συνθήκη της Μπολόνια. Η ΕΕ προσπάθησε όλο και περισσότερο να εμβαθύνει την νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, μέσω μίας κοινής εκπαιδευτικής πολιτικής για όλα τα κράτη-μέλη που ανήκουν σε αυτήν, η οποία πάντα συνδέει την εκπαιδευτική διαδικασία όλων των βαθμίδων με την αγορά εργασίας. Αυτή τη στιγμή, η Μπολόνια εξαφανίζει κυριολεκτικά τα επαγγελματικά δικαιώματα, καθώς οι απόφοιτοι της ανώτατης εκπαίδευσης δεν έχουν καμία κατοχύρωση. Αυτή η νομοθεσία ενισχύει τον ανταγωνισμό, καθώς ο απόφοιτος οφείλει να αφοσιωθεί σε μία διαδικασία διαρκούς εξειδίκευσης, συνδεδεμένης με τις ανάγκες του κεφαλαίου, ακολουθώντας έναν ατομικό δρόμο εργασιακής κάλυψης, κατά την οποία αναγκάζεται να δει τον συνάδελφό του ως αντίπαλο, μέσα στα πλαίσια του κοινωνικού δαρβινισμού, βασικού στοιχείου της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας. Έτσι, ο όρος «συνάδελφος» χάνει την υπόστασή του, με αποτέλεσμα να δημιουργείται όλο και ταχύτερα ένα εργασιακό καθεστώς παράτυπης και ευέλικτης εργασίας.
Θα μπορούσε εδώ κανείς να περιμένει ότι μετά και από αυτή την κατάσταση ο συλλογικός δρόμος θα μπορούσε να ξαναβγεί στο προσκήνιο, ωστόσο όχι μόνο αυτό δεν συμβαίνει, αλλά ο σημερινός φοιτητής κλείνεται πιο πολύ από ποτέ στην ατομικότητα του. Η όλο και εντεινόμενη οικονομική κρίση φέρνει τον φοιτητή στο ίδιο κυνήγι δεξιοτήτων, αυτή τη φορά όχι υπό το πρίσμα του καριερισμού αλλά υπό το πρίσμα της επιβίωσης.
Ο σημερινός φοιτητής είναι ένας άνθρωπος ο όποιος συνειδητοποιεί ότι δεν θα ζήσει καλύτερα απ’ ότι έζησαν οι γονείς του, αλλά απλά τρέχει να μαζέψει όσα περισσότερα προσόντα μπορεί μήπως βρει δουλειά. Παράλληλα, δεδομένης της οικονομικής κατάστασης της οικογένειας του, είναι αναγκασμένος να δουλέψει είτε μόνιμα είτε περιστασιακά, για να καλύψει τις σπουδές του. Η κατάσταση αυτή σε συνδυασμό με τη ραγδαία εντατικοποίηση των σπουδών δημιουργεί ένα ασφυκτικό πλαίσιο, το οποίο δεν επιτρέπει οποιαδήποτε άλλη ενασχόληση εκτός από τη σχολή.
3. Το Πανεπιστήμιο ενάντια στην Κοινωνία και το στοίχημα της Ανάκτησης του !
Πέρα από την αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας στο εσωτερικό του (στους φοιτητές και την διάπλασή τους βάση των αναγκών του κεφαλαίου) το πανεπιστήμιο επιτελεί και έναν εξωστρεφή ρόλο στα πλαίσια της κοινωνίας και δυστυχώς δεν είναι αυτός που θα θέλαμε.
Πιο συγκεκριμένα, στα πλαίσια του Πανεπιστημίου αναπαράγεται μια σειρά μηχανισμών συμφερόντων. Αρχικά, μια πληθώρα μελών ΔΕΠ αξιοποιείται για την εκτέλεση μια σειράς πολιτικών επιδιώξεων, εξασφαλίζοντας με τη σειρά της μια σχετική κυριαρχία στους πανεπιστημιακούς κύκλους. Δεν είναι λίγα τα παραδείγματα καθηγητών που αξιοποιήθηκαν για την εφαρμογή των μνημονίων. Η αξιοποίηση αυτή είναι διπλή. Αφενός, έχει να κάνει με την αξιοποίηση της τεχνογνωσίας τους, αφετέρου με την προβολή τους ως αυθεντίες για την εξασφάλιση της κυρίαρχης ηγεμονίας. Ωστόσο, το πρόβλημα δεν έγκειται στην πολιτική στράτευση των ακαδημαϊκών. Αυτή είναι και λογική και θεμιτή. Το πρόβλημα αρχίζει στις απολαβές που έχουν οι ίδιοι, στο πως εξασφαλίζονται χρηματοδοτήσεις σε προσωπικά προγράμματα και στο πως διαμορφώνονται κύκλοι κυριαρχίας εντός των πανεπιστημίων Χαρακτηριστική δε εικόνα συνιστά η ανάδειξη ορισμένων πρυτάνεων και η μετέπειτα πορεία τους. Επιπλέον, το πρόβλημα επεκτείνεται στο γεγονός ότι τα πορίσματα ορισμένων επιστημών και ερευνητικών προγραμμάτων παρουσιάζονται ως αλήθειες στις οποίες η κοινωνία οφείλει να συμμορφωθεί.
Έτσι περνάμε σε δύο άλλα ζητήματα. Πρώτον, ο τρόπος με τον οποίο η ιδεολογία διαπερνά της διάφορες σχολές, τις σκέψεις και κατ’ επέκταση τους επιστημονικούς κλάδους. Η γνώση – η επιστημονική γνώση – δεν είναι ζήτημα κάποιας απόλυτης αλήθειας την οποία ανακαλύπτουμε αλλά αποτελεί, ιδίως στις κοινωνικές επιστήμες, μια κοινωνική κατασκευή σαν κάθε θεσμό. Είναι για αυτό το λόγο που η γνώση δεν μπορεί ποτέ να περιγράψει ολόκληρη την εμπειρία μας. Να σημειωθεί εδώ πως δεν αμφισβητούμε ότι η γνώση μπορεί να αποδώσει πιστά την πραγματικότητα όπως εμείς την εκλαμβάνουμε . Φυσικά και μπορεί. Μόνο που τόσο αυτή η πραγματικότητα όσο και η απόδοσή της θα είναι προϊόν των ήδη υπαρχόντων συμβολοποιήσεων και επιστημονικών κανόνων. Είναι μια ήδη θεωρητικοποιημένη πραγματικότητα. Ωστόσο, αυτό είναι κάτι που η πληθώρα των καθηγητών το αγνοεί και αυτοανακηρύσσεται ως το μόνο υποκείμενο που μπορεί να γνωρίζει.

Δομούνται, έτσι, ολόκληρα ρεύματα σκέψης τα οποία επιδιώκουν την απόλυτη κυριαρχία τους και την εξάλειψη κάθε άλλου ρεύματος από αντικείμενο μελέτης. Αυτό το φαινόμενο είναι διεθνές. Ο νεοφιλελευθερισμός όσο πάσχιζε – και πασχίζει – να ολοκληρωθεί και να ορίζει πλήρως της ζωές των ανθρώπων στην κοινωνία, άλλο τόσο πάσχιζε να γίνει και το κυρίαρχο ρεύμα σκέψης των Οικονομικών Σχολών (η Νεοκλασική Θεωρία, η Σχολή του Σικάγου, κτλ.) αποκλείοντας παράλληλα την διδασκαλία των άλλων (η Μαρξιστική Οικονομική εκλείπει από την πλειοψηφία των προγραμμάτων των Οικονομικών Σχολών). Αντίστοιχα φαινόμενα ξεσπούν και σε μια σειρά από επιστήμες. Ακόμα και εκεί που το ίδιο το αντικείμενο δεν προκαλεί εντάσεις, τις προκαλεί το ζήτημα της εκμετάλλευσής του.

Το άλλο ζήτημα που προκύπτει είναι εκείνο της έρευνας και των επιστημονικών πορισμάτων της παραγόμενης γνώσης. Στα χρόνια του νεοφιλελευθερισμού οι δαπάνες για την έρευνα έχουν οριακά εκμηδενιστεί. Η έρευνα διεξάγεται με την εξασφάλιση πόρων από ιδιώτες, εξασφάλιση βέβαια που απαιτεί και την συμμόρφωση της έρευνας στις ανάγκες της αγοράς. Στην Ελλάδα αυτό το φαινόμενο δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί, ωστόσο έχει αρχίσει και εντείνεται. Ως εκ τούτου, η έρευνα παύει πλέον να εξυπηρετεί την κοινωνία ή την ίδια την διεύρυνση της γνώσης, αλλά υποβάλλεται και αυτή στο κριτήριο της οικονομικής ανταποδοτικότητας. Πέρα από την παραγωγή της γνώσης, βέβαια, είναι εξίσου σημαντική και η διαχείριση της. Ο νεοφιλελευθερισμός φαινόταν να διχάζεται όσον αναφορικά με αυτό το ζήτημα. Ήταν αμφίβολο το αν η πλήρης απελευθέρωση της γνώσης θα εξυπηρετούσε τις παραγωγικές ανάγκες για την υπέρβαση της κρίσης ή αν η δέσμευση της από την κοινωνία, η ιδιωτικοποίηση της θα μπορούσε να επιφέρει μεγαλύτερα κέρδη.

Εν τούτοις, μέχρι στιγμής είναι πολύ μικρό το ποσοστό των ερευνών που δημοσιεύονται χωρίς την ύπαρξη κάποιας οικονομικής ανταλλαγής και φαίνεται ότι θα συνεχίσει να συρρικνώνεται. Αυτό το φαινόμενο ξεπερνά τα όρια του στο Πανεπιστήμιο. Το διαδίκτυο είναι ο χώρος όπου αυτό γίνεται πιο αισθητό με μια σειρά από νομοθεσίες διεθνώς που καταργούν τις p2p σχέσεις και την ελεύθερη ανταλλαγή της γνώσης. Στους κοινωνικούς μας χώρους είναι πιθανόν να κατηγορηθεί κανείς/καμία λόγω ακόμη και αποσπασματικής χρήσης ερευνών ή πανεπιστημιακών συγγραμμάτων που υπόκεινται σε copyrights. Συνοψίζοντας, στο νεοφιλελεύθερο κόσμο μας τόσο η γνώση όσο και η διαδικασία παραγωγής της, υποτάσσονται πλήρως στους νόμους της αγοράς και στην κυρίαρχη ιδεολογία.

Τέλος, το Πανεπιστήμιο κινδυνεύει να χάσει τον ανοιχτό χαρακτήρα του. Η τοποθέτηση security στις σχολές, τα face control, η άρση του ασύλου ήταν χαρακτηριστικά παραδείγματα απόπειρας περιχαράκωσης του. Ως ΑΡΕΝ σε όλα αυτά απαντάμε ένα τεράστιο «ΩΣ ΕΔΩ!». Στόχος μας είναι η επανάκτηση του Πανεπιστημίου από την Αγορά προς όφελος της κοινωνίας. Πρώτα από όλα, αιτούμαστε την ελεύθερη πρόσβαση σε αυτό από όλους και την ασφάλεια τους από τις δυνάμεις καταστολής με την επαναφορά του ασύλου. Ταυτόχρονα εντείνουμε τις προσπάθειες διασύνδεσης του με την κοινωνία με εξωστρεφείς δράσεις που θα το μετατρέπουν σε ένα χώρο συνάντησης των ανθρώπων. Βάζουμε ένα τέλος στην κυριαρχία ορισμένων καθηγητικών μπλοκ, πράγμα που για να παγιωθεί οριστικά απαιτεί το να έχουμε και εμείς λόγο σε μια σειρά από ζητήματα διοίκησης. Αιτούμαστε την συμμετοχή μας στις επεξεργασίες προγραμμάτων σπουδών, απαιτώντας τον πλουραλισμό τους και την ύπαρξη εναλλακτικών προσεγγίσεων. Απαιτούμε ακόμα την δημόσια χρηματοδότηση της έρευνας και την κατεύθυνση της προς τις ανάγκες της κοινωνίας. Εν κατακλείδι, επιδιώκουμε την απελευθέρωση της γνώσης ως Κοινό αγαθό με την δημοσιοποίηση των ερευνητικών πορισμάτων και των εκπαιδευτικών εγχειριδίων καθώς και την έκδοση τους με άδειες creative commons.

4. Εθνικός διάλογος και νομοσχέδιο Φίλη
Τα τελευταία χρόνια ιδίως μετά τη Συνθήκη της Μπολόνια, επιχειρείται μία συνολική προσπάθεια αντιδραστικής αναδιάρθρωσης της εκπαίδευσης. Ήδη από το 2011, οι ν. Διαμαντοπούλου/Αρβανιτόπουλου έχουν εισαγάγει νεοφιλελεύθερα πρότυπα (π.χ. Σ.Ι., υποχρηματοδότηση κ.ο.κ.). Το νομοσχέδιο Φίλη, με βάσει τους κεντρικούς κατευθυντήριους άξονες του που είναι ήδη γνωστοί, έρχεται να ενισχύσει, σε γενικές γραμμές, το παραπάνω εγχείρημα. Στις πάγιες διεκδικήσεις του Φοιτητικού Κινήματος, που αφορούν την άρση του σχεδίου νεοφιλελευθεροποίησης του Παν/μιου, προστίθεται πλέον και ο αγώνας ενάντια στο ω/σ Φίλη. Καθιστώντας τις διεκδικήσεις αυτές εκ νέου ανοιχτά διακυβεύματα στο σήμερα.
Ο Εθνικός διάλογος για την Παιδεία ξεκινάει σε μία συνθήκη ήδη υλοποίησης του νόμου Διαμαντοπούλου/Αρβανιτόπουλου, καθώς και του επικείμενου σχεδίου Αθηνά II που πρόκειται να καταργήσει περεταίρω τμήματα και περιφερειακά Ιδρύματα. Αυτά τα δείγμα πολιτικής από πλευράς Υπουργείου και ο τρόπος διεξαγωγής του «διαλόγου» συναρτήσει των παρεμβάσεων από την Τρόικα, μας κάνει να θεωρούμε πως και το νομοσχέδιο Φίλη βρίσκεται στην ίδια κατεύθυνση, μη αναιρώντας τον πυρήνα της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης όπως περιγράφεται στη συνθήκη της Μπολόνια. Σε ό, τι αφορά δε τη δημοκρατία εντός του Παν/μιου, βλέπουμε ένταση της τεχνοκρατικής λογικής από πλευράς καθηγητών, πολύ περισσότερο ακόμη και από τον αντιδραστικό ν. Γιαννάκου για τον οποίο το Φοιτητικό Κίνημα έδωσε μάχες και κατάφερε να μην περάσει, και σήμερα βλέπουμε ότι αυτές οι λογικές έρχονται μέσα από την υλοποίηση του ν. Διαμαντοπούλου/Αρβανιτόπουλου. Συνάμα, ενισχύονται τα ιδιωτικά συμφέροντα έχοντα βαρύνοντα λόγο στον Εθνικό διάλογο.
Για εμάς ο «διάλογος» εκτός του δημοκρατικού φορτίου που φέρει η λέξη θα πρέπει να ακολουθεί και μία αντίστοιχη δημοκρατική πρακτική. Κι αυτό δεν φαίνεται σε καμία των περιπτώσεων ούτε στον τρόπο σύστασης της επιτροπής πολλώ δε μάλλον στον τρόπο λειτουργίας της. Πρόκειται για μία επιτροπή διορισμένων, οι οποίοι διορισμοί καμία λογοδοσία δεν έχουν στα όργανα του Πανεπιστημίου και η οποία δε σχετίζεται επ’ ουδενί με τις διαδικασίες και τις αποφάσεις των Φοιτητικών Συλλόγων. Ταυτόχρονα, το περιεχόμενο του διαλόγου είναι προκαθορισμένο και για το οποίο προφανώς κανένα όργανο της ακαδημαϊκής κοινότητας δε φέρει λόγο. Τελικά, η δημοκρατία που εισάγει η συγκεκριμένη διαδικασία είναι δημοκρατία του μεμονωμένου πολίτη-πελάτη, η δημοκρατία χωρίς δημοκρατία, δηλαδή χωρίς συλλογικότητα. Μία δημοκρατική επιτροπή διαλόγου θα συμπεριελάμβανε όλα τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας, τις αποφάσεις και τις προεργασίες τους πάνω στα ακαδημαϊκά αντικείμενα και συνάμα θα σχετιζόταν με οργανικούς όρους με τους Φοιτητικούς Συλλόγους. Αντιθέτως, αυτό που συμβαίνει είναι οι 4 φορές που προσπάθησαν να γίνουν επιτροπές «διαλόγου», να γίνουν εν κρυπτώ από τους Φ.Σ. και τους εκπαιδευτικούς.
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να αναφερθούμε και στην άρση της συνδιοίκησης που εισήχθη με το νόμο Διαμαντοπούλου/Αρβανιτόπουλου και υλοποιείται αυτή τη στιγμή στα ελληνικά Πανεπιστήμια. Αποτέλεσμα αυτού οι Φ.Σ. να μην έχουν κανένα λόγο στις διαδικασίες της ακαδημαϊκής κοινότητας, να μην έχουν λόγο για βασικές αλλαγές στα προγράμματα σπουδών (βλ. παιδαγωγική επάρκεια στο Μαθηματικό ΕΚΠΑ) και να εντείνεται η άρση του ελέγχου των διαδικασιών του Παν/μίου από πλευράς των Φ.Σ.
Λαμβάνοντας υπ΄όψιν τις μνημονιακές υπαγορεύσεις, την δέσμευση στην εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ και την υποχρηματοδότηση των ιδρυμάτων μπορούμε να κάνουμε λόγο για μία πιο σκληρή μορφή ενός Πανεπιστημίου εντός του νεοφιλελευθερισμού. Το πανεπιστήμιο που θα παρέχει στις εταιρείες τον μηχανικό εξοπλισμό και το ανθρώπινο δυναμικό του, ώστε αυτές να κάνουν έρευνα και να χρηματοδοτούν τα ιδρύματα . Έτσι, η πανεπιστημιακή έρευνα και εν γένει τα προϊόντα ακαδημαϊκών εργασιών θα απαντάνε στις ανάγκες τις αγοράς, καθώς θα γίνονται εξ’αρχής με βάση συγκεκριμένα κριτήρια των εταιριών (βλ. Κορρές Φαρμακευτική). Αναφορικά δε, οι σχολές ανθρωπιστικών σπουδών που δεν συνδέονται άμεσα και ευθέως με τις ανάγκες των εταιριών για έρευνα , θα στερούνται αυτή την πηγή χρηματοδότησης και σε συνδυασμό με την κρατική υποχρηματοδότηση , πολλές απ΄αυτές θα έρθουν αντιμέτωπες με το κλείσιμο.
Σχεδιασμός
1. Μια νέα αντίληψη για τη καθημερινή παρέμβαση μας
Θα πρέπει να αναγνωρίσουμε, αρχικά, τις παθογένειες της λογικής βάσει της οποίας παρεμβαίνουμε στους κοινωνικούς μας χώρους. Ένα από τα στοιχήματα που έχει να δώσει η ριζοσπαστική αριστερά στα πανεπιστήμια αυτήν την περίοδο είναι να μάθει να κάνει πολιτική κατανοώντας σε βάθος τις ανάγκες του εκάστοτε κοινωνικού χώρου και αναζητώντας διαρκώς τρόπους να απαντάει στις ανάγκες αυτές. Η κοινωνική χρησιμότητα αφενός, και η προσπάθεια ευρείας απεύθυνσης στο φοιτητικό κόσμο, αφετέρου, αποτελούν βασικά ταυτοτικά χαρακτηριστικά μιας αριστεράς που στόχο έχει να γειωθεί κοινωνικά εντός του πανεπιστημίου και όχι να αποτελεί πρωτοπορία. Υπό το πρίσμα αυτό, καλούμαστε να άρουμε στην πράξη κάποιες διαχωριστικές που προκύπτουν κατά την άσκηση πολιτικής, όπως ο διαχωρισμός ανάμεσα στους οργανωμένους/ες και στο υπόλοιπο της φοιτητικής κοινότητας. Οι οργανωμένοι άνθρωποι δεν μπορούν παρά να αποτελούν οργανικό μέρος του κοινωνικού τους χώρου και να βρίσκονται σε διαρκή αλληλόδραση με τη φοιτητική κοινότητα. Μόνο έτσι μπορεί η νεολαία, ως αυτόνομη κοινωνική κατηγορία, να αποσπάσει υλικές νίκες στο σήμερα με πρόσημο ταξικό και ριζοσπαστικό.
Η αναζήτηση μιας τέτοιας τομής σε επίπεδο πρακτικής απαιτεί μια ενδοσκόπηση στο υπάρχον συνδικαλιστικό υπόδειγμα, όχι με όρους καθολικής απόρριψης του αλλά για την περαιτέρω εμβάθυνση και μετασχηματισμό των διάφορων πτυχών. Με βάση αυτά, θα πρέπει να μιλήσουμε για μια δομική αδυναμία που προκύπτει από τη υπάρχουσα ανολοκλήρωτη μορφή του φοιτητικού συνδικαλισμού (απουσία οργάνου πανελλαδικής εμβέλειας λχ ΕΦΕΕ). Η ΕΦΕΕ στοχευμένα, με πολιτική σκοπιμότητα, έχει καταργηθεί απ’ τις κυρίαρχες παρατάξεις (ΔΑΠ, ΠΑΣΠ) ως μέσω ιδεολογικής κυριαρχίας και συγκάλυψης της κεντρικής πολιτικής γραμμής τους και των οργανωτικών δομών τους. Η παραπάνω συνθήκη διαμορφώνει δυσμενέστερους αφετηριακούς όρους πάλης για το φοιτητικό κίνημα, αφού τον no- politika, είναι ο βασιλικότερος δρόμος για την κυριαρχία, για την εμπέδωση της πολιτικής, από τους πολλούς, ως χαμένο χρόνο. Επομένως συνειδητοποιώντας ότι ως φοιτητές, είμαστε ενεργά πολιτικά υποκείμενα, πρέπει να έχουμε λόγο για ότι συμβαίνει σε κεντρικό επίπεδο και μας αφορά οφείλουμε να διεκδικήσουμε τη δημοκρατική επανίδρυση της ΕΦΕΕ – όχι σαν ένα μάζεμα αντιπροσώπων, αλλά σαν ένα όργανο πανελλαδικής εμβέλειας των φοιτητών το οποίο θα ελέγχεται δημοκρατικά από τις διαδικασίες και τα όργανα των φοιτητικών συλλόγων (αναγνωρίζοντας ωστόσο τον υπάρχοντα αντιδραστικό συσχετισμό δυνάμεων που αναδεικνύει και το μακροπρόθεσμο αυτού του στόχου). Ωστόσο η επανασύσταση της ΕΦΕΕ, δεν αποτελεί ευχολόγιο αλλά οφείλει να εντάσσεται στον ευρύτερο στρατηγικό σχεδιασμό της Αριστερής Ενότητας. Για τον παραπάνω λόγο οι προσπάθειες επανασύστασης θα πρέπει να εμπλέξουν ενεργά το φοιτητικό κίνημα ως προϊόν των συλλογικών διαδικασιών του, προτάσσοντας μια αφήγηση η οποία βασίζεται στην άμεση δημοκρατία και δίνοντας συγχρόνως προτεραιότητα στην από τα κάτω λειτουργία των συλλόγων.
Παράλληλα δεν έχουμε παρά να αναμετρηθούμε με τη φανερή πλέον αποκρυστάλλωση λογικών και πρακτικών που συμβάλλουν στο φαινόμενο ατονίας του ενδιαφέροντος των φοιτητών για τις συλλογικές διαδικασίες. Μέσα σε ένα ευρύτερο κλίμα αποπολιτικοποίησης με νεοφιλελεύθερο πρόσημο και αποστροφής προς τις κινηματικές διεργασίες στα πανεπιστήμια, είναι στοίχημα για τη ριζοσπαστική-αντικαπιταλιστική αριστερά εντός αυτών, να συναντήσει τους φοιτητές/τριες που πλήττονται από την κρίση και να αναπτύξει μαζί τους αγωνιστικούς δεσμούς. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί τόσο με την αναζωπύρωση της πολιτικής συζήτησης εντός των συλλόγων και την αναζήτηση απαντήσεων στα επίδικα της περιόδου, όσο και με την προσπάθεια συγκρότησης ενός νέου συνδικαλιστικού υποδείγματος , το οποίο θα ξεπερνά παθογένειες του παρελθόντος και θα ενθαρρύνει την συμμετοχή των φοιτητριών/ φοιτητών στις συλλογικές διαδικασίες, αποτελώντας την αφετηρία για την απελευθέρωση περισσότερων δυνάμεων αντίστασης και δημιουργίας.
Σε μια περίοδο που αναμένονται καινούριες αντιδραστκές νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις στο χώρο της Παιδείας το φοιτητικό κίνημα πρέπει να μην αναλωθεί, με λίγα λόγια, στην μη παραγωγική λογική του να ενεργεί μόνο εφόσον μετρήσει απώλειες , αλλά να βγει δυναμικά στο πολιτικό προσκήνιο διεκδικώντας τα αιτήματα του και πετυχαίνοντας υλικές νίκες. Σε αυτή την κατεύθυνση αντιλαμβανόμαστε την αναγκαιότητα της ενιαιομετωπικής δράσης και ενός βαθύτερου πολιτικού συντονισμού των δυνάμεων της φοιτητικής αριστεράς.
Επιπλέον, μια καινούργια αριστερή αντίληψη θα πρέπει να ασχοληθεί με το να προβάλλει στο μέγιστο δυνατό βαθμό την σύνδεση του Πανεπιστημίου με τη κοινωνία και τον κόσμο της εργασίας. Η Αριστερή Ενότητα (όπως και κάθε ριζοσπαστική δύναμη) δεν ενδιαφέρεται για έναν συνδικαλισμό απλά και μόνο μεταξύ τραπεζιού και μοιράσματος φυλλαδίου, αλλά αγωνίζεται για να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι των κινηματικών διεργασιών και αγώνων. Η παρέμβαση της δεν στάματα σε μεσοδιαστήματα- αντιλαμβάνεται πως θα πρέπει να συνεχίσει να συντάσσεται και να συμμετέχει σε εγχειρήματα τα οποία προβλέπουν την κατάργηση των ταξικών, εμφυλων, φυλετικών, θρησκευτικών ανισοτήτων καθώς και να φροντίσει για τη γείωση των θεμάτων αυτών στον χώρο του πανεπιστήμιου.
Μπορούμε λοιπόν να συνηγορήσουμε στην δυνατότητα κατανόησης συνθηκών για την δημιουργία ενός περισσότερου προωθητικού συνδικαλισμού, για μας τους ίδιους αλλά και τους φοιτητές . Τέτοιες συνθήκες μπορεί να είναι λχ η ύπαρξη πολύμορφων εστιών συλλογικής ζωής και δράσης (κοινωνικοί χώροι εντός των σχολών, πολιτιστικά στέκια/λέσχες, κυλικεία, στέκια φοιτητών κ.ά.) και η συγκρότηση πρωτοβουλιών δράσης, αλληλεγγύης, κινηματικού συντονιστικού, που συγκροτούμενες ακόμη και σε επιμέρους επίδικα (προσφυγικό, ανασύσταση των συλλόγων, εργατικές διεκδικήσεις κα) μπορούν να κινητοποιήσουν υλοποιητικά υποκείμενα, χρήσιμα τόσο στους επιμέρους κοινωνικούς χώρους όσο και στην υπόθεση της κοινωνικής χειραφέτησης.
Με πρόταγμα τη δημοκρατία και την άμεση ανάγκη να εισχωρήσει αυτή στις συλλογικές διαδικασίες των φοιτητικών συλλόγων και εν γένει των πανεπιστημιακών διαδικασιών οφείλουμε να θέσουμε τις βάσεις για τον εκδημοκρατισμό και την επανανοηματοδότηση των συλλογικών διαδικασιών. Για αυτό απαιτείται συντεταγμένη κουβέντα τόσο εντός των σχηματικών μας διαδικασιών όσο και ευρύτερα στα πλαίσια ανοιχτών φοιτητικών διαβουλεύσεων. Αυτό θα διευρύνει τη βάση του φοιτητικού κόσμου που ενδιαφέρεται για τον κοινωνικό του χώρο και θα τον ενθαρρύνει να συμμετάσχει ουσιωδώς στις διαδικασίες και να λάβει μέρος με δημιουργικό τρόπο στο μετασχηματισμό του. Σε αυτή την κατεύθυνση σημαντικό βήμα θα μπορούσε να αποτελέσει η καθιέρωση ολιγόλεπτων τοποθετήσεων, η προτροπή των ανένταχτων φοιτητών σε τοποθέτηση,η ανοιχτή συνδιαμόρφωση του Ενιαίου Αγωνιστικού πλαισίου ,η σύγκληση θεματικών συνελεύσεων καθώς και κάθε άλλη ενέργεια που προωθεί την συμμετοχικότητα και τη διεύρυνση της δημοκρατίας στο εσωτερικό των συλλόγων .
Η μαζικοποίηση των γενικών συνελεύσεων, η επαναφορά της πολιτικής συζήτησης εντός των φοιτητικών συλλόγων, η δημιουργία κοινών επιτροπών με εργαζόμενους και πληττόμενα κομμάτια της κοινωνίας και η προσπάθεια μετατροπής των πανεπιστημίων από αποστειρωμένα τεχνοκρατικά ιδρύματα σε ζωντανούς κοινωνικούς χώρους που θα γεννάνε αγώνες και αντιστάσεις, πρέπει να αποτελέσει ένα στοίχημα για την Αριστερή Ενότητα το επόμενο διάστημα. Ένα στοίχημα που μέσα από την ενιαιομετωπική δράση των δυνάμεων της φοιτητικής αριστεράς και τη σύνδεση με τα αιτήματα και της αναζητήσεις της νεολαίας μπορεί να κερδηθεί.
Συνοψίζοντας, πρέπει να καταδείξουμε την αναγκαιότητα μιας θετικής και συνάμα διεκδικητικής, ενωτικής αφήγησης μέσα στις σχολές. Σε αυτή τη κατεύθυνση πρέπει να προεκτείνουμε τις επεξεργασίες για το πανεπιστήμιο των αναγκών ως εργαλείου μετασχηματισμού της ίδιας της κοινωνίας, για διαρκή προσπάθεια εκδημοκρατισμού των διαδικασιών των φοιτητών και την ανάγκη εξισωτικής ηθικής ώστε να προκρίνονται οι πιο συμμετοχικές σχέσεις από αυτές της ιεραρχίας και της αντιπροσώπευσης.
2. Μετωπική συμπόρευση
Στο πλαίσιο της ανάγκης να απαντήσουμε στις επιθέσεις του ταξικού αντιπάλου, τόσο σε κεντρικοπολιτικό επίπεδο όσο και στο επίπεδο των κοινωνικών χώρων των πανεπιστημίων, οφείλουμε να αναζητήσουμε ένα μοντέλο συνδικαλισμού πάνω στο οποίο θα ανασυγκροτηθεί η φοιτητική αριστερά ενωμένη και γειωμένη με τις ανάγκες των φοιτητών/τριων. Είναι στοίχημα το να επιμείνουμε στην αναζήτηση κοινού τόπου με τις υπόλοιπες δυνάμεις της φοιτητικής αριστεράς, του ευρύτερου ανταγωνιστικού κινήματος και με κάθε αγωνιζόμενο/η φοιτητή/φοιτήτρια προκειμένου να σπάσουμε την ηγεμονία των συστημικών δυνάμεων και να ανακόψουμε την άνοδο «ανεξάρτητων» σχηματισμών που απομακρύνουν τον κόσμο από τις πολιτικές διαδικασίες.
Στο βαθμό που έχουμε παραδεχθεί ήδη από το προηγούμενο πανελλαδικό πως κανένα ρεύμα της Αριστεράς δεν κατέχει κάποια μοναδική «αλήθεια» ή κάποια μαγική «λύση», πρέπει να επιμείνουμε στην ανασύνθεση της Αριστεράς με στόχο την δημιουργία ενός νέου πεδίου δυνατοτήτων.
Σε αυτή την κατεύθυνση είναι κομβικής σημασίας να αντιλαμβανόμαστε το ίδιο το υποκείμενο της Αριστερής Ενότητας ως προϊόν ανασυνθετικών διαδικασιών με επιμονή στη σημασία της Ενότητας, η οποία λειτουργεί ως γόνιμο έδαφος για την αντιπαράθεση και την υπέρβαση των αντιθέσεων, τον επαναπροσδιορισμό των πλευρών.
Η ένταξη της ανασυνθετικής προοπτικής στην εκφορά πολιτικού λόγου και δράσης των διαφόρων σχηματισμών δεν αποτελεί πανάκεια για τις αδυναμίες υλοποίησης και σχεδιασμού που αυτοί μπορεί να αντιμετωπίσουν. Η ανασύνθεση αυτή καθ’ αυτή δεν αποτελεί πολιτικό σχέδιο, αλλά μία συνθήκη ικανή να δημιουργήσει προωθητικούς πολιτικούς τόπους και σχέσεις. Αποτελεί δυνητικά, μία δυναμική διαδικασία που προκαλεί, αναμετράται και μετασχηματίζει τις πολιτικές και συνδικαλιστικές αδυναμίες των σχημάτων αυτών, ώστε να τους προσδώσει δυναμική και να ενισχύσει την κοινωνική τους χρησιμότητα, Ως εκ τούτου, πρέπει να καταστεί σαφές ότι είναι τα πολιτικά σχέδια (ή η απουσία τους) εκείνα που κομίζουν (ή όχι) νόημα και ουσία σε μία διαδικασία ανασύνθεσης ή μετωπικής συμπόρευσης και όχι το αντίστροφο.
Έτσι καλούμαστε να οικοδομήσουμε νέες σχέσεις συντροφικότητας (και όχι ανταγωνισμού) μεταξύ της φοιτητικής αριστεράς και ετνός του ευρύτερου ανταγωνιστικού κινήματος (σχήματα της αυτονομίας, αγωνιζόμενοι φοιτητές κ.ο.κ.). Ο δρόμος προς την ανασύνθεση περνάει μέσα από την κοινή δράση (χτυπάμε μαζί στις μάχες που έρχονται), αναδεικνύει την ανάγκη για μετωπική συμπόρευση (την από κοινού χάραξη στρατηγικής και επιλογής των μαχών), αποκρυσταλλώνεται εν τέλει στο όραμα για κοινά σχήματα ανά κοινωνικό χώρο. Τέτοιες μάχες λόγου χάρη είναι αυτή απέναντι στο νέο ασφαλιστικό, στο προσεχές νομοσχέδιο Φίλη και στις διώξεις των 12 φοιτητών, αλλά και επιθετικά προτάγματα για στήριξη, διεύρυνση και ίδρυση δομών αλληλεγγύης και αντεκουσίας των από κάτω εντός του Παν/μιου (αυτοδιαχειριζόμενα στέκια κ.ο.κ.) και εκτός αυτού ( δομές αλληλεγγύης για πρόσφυγες και μετανάστες κ.ο.κ.) νε στόχο την περιγραφή και οργάνωση μία άλλη φοιτητικής, και όχι μόνο, καθημερινότητας.
Δεν αρκεί πλέον ως ΑΡ.ΕΝ. να επικαλούμαστε την ανάγκη οικοδόμησης μια νέας καθημερινότητας και ενός νέου τρόπου να δρούμε πολιτικά. Είναι, λοιπόν, φενερό ότι τόσο ως ΑΡ.ΕΝ. αλλά και σαν σύνολο της φοιτητικής αριστεράς (ΕΑΑΚ, κ.α.) αδυνατούμε να εκφράσουμε και να μετασχηματίσουμε το κυρίαρχο κλίμα απάθειας, ατομικισμού και αποπολιτικοποίησης τόσο εντός των Φ.Σ. όσο και στην κοινωνία εν γένει. Οφείλουμε να οικοδομήσουμε ένα καινούργιο μοντέλο σχημάτων, τα οποία θα λειτουργούν ανοιχτά και δημοκρατικά με μία λογική για νέο πολιτικό λόγο, ο οποίος να είναι προϊόν πολιτικής συμφωνία και όχι μαξιμαλισμού και πλατφορμισμού· εμπλέκοντας όλα τα διαφορετικά ρεύματα και απόψεις, συνδιαμορφώνοντας συντροφικά, συζητώντας όλες τια διαφωνίες χωρία να μπαίνουν «κάτω από το χαλί», τόσο στο εσωτερικό των σχημάτων όσο και στον κοινωνικό χώρο. Κι όλα αυτά έξω από λογικές σεχταρισμού, αλλά και παλιών νοοτροπιών συνδικαλισμού, όπου επικρατούσε ανούσια και διαρκής διαμάχη συσχετισμών και μικροηγεμονισμών, υπό την έννοια ότι η ηγεμονία είναι μία διαρκής μάχη στο σήμερα που δε σχετίζεται με την αριθμητική πλειοψηφία αλλά το πώς το επίπεδο των ιδεών παίρνουν υλικό αποτύπωμα στο σήμερα.
Σε αυτό το πλαίσιο μία κοινή εκλογική κάθοδο στις εκλογές, όχι όμως την τελευταία στιγμή θα μπορούσε να είναι η απόληξη μιας έντονης διαδικασίας ανασυνθέσεων στο προσεχές διάστημα αλλά και εργαλείο για επιπλέον ένταση αυτών των ανασυνθέσεων, στην κατεύθυνση της δημιουργίας του ηγεμονικού πόλου της ριζοσπαστικής, αντικαπιταλιστικής και ελευθεριακής αριστεράς στην τριτοβάθμια. Παράλληλα σε επιμέρους τόπους θα μπορούσε να ναι ένα χρήσιμο όπλο ώστε να σπάσει η παντοδυναμία των καθεστωτικών παρατάξεων ΔΑΠ-ΠΑΣΠ. Για να πετύχει ένα τέτοιο εγχείρημα και να αξιοποιήσει στο μέγιστο ης δυναμικής του, θεωρούμε αυτονόητο ότι τα ενωτικά ψηφοδέλτια θα λειτουργήσουν ανοιχτά και δημοκρατικά, εκπροσωπώντας το σύνολο, έξω από λογικές ηγεμονισμών και ενσωμάτωσης, καθιερώνοντας μία νέα σχέση του κοινού πλαισίου και των σχημάτων του με τον κοινωνικό τους χώρο. Στη βάση της παραπάνω λογικής, εξαντλούμε κάθε δυνατότητα ανασυνθετικών διαδικασιών σε κάθε κοινωνικό χώρο, αντιλαμβανόμενες/οι τις ιδιαιτερότητες κάθε Φ.Σ.
Όλα τα παραπάνω δεν είναι ανεξάρτητα με το δικό μας πολιτικό σχέδιο ούτε πρόκειται για παραίτηση από τα ταυτοτικά μας χαρακτηριστικά (ορισμένα εκ των οποίων αξίζει και να εντείνουμε). Αντίθετα είναι λόγω αυτών των χαρακτηριστικών και λόγο του πολιτικού μας σχεδίου που οφείλουμε να επιδιώξουμε την Ανασύνθεση της Αριστεράς, με την ελπίδα να πυροδοτήσει μια νέα δυναμική για την επίτευξη των στόχων μας, που εντέλει δεν απέχουν και τόσο πολύ από τους στόχους των υπόλοιπων αγωνιστών/αγωνιστριών. Η διαδικασία ανασύνθεσης της Αριστεράς και του κινήματος, δεν μπορεί, ούτε πρέπει να γίνει αντιληπτή ως το τέλος των συγκρούσεων στο εσωτερικό της/του, αλλά ως μία διάθεση άρσης των βεβαιοτήτων, με την έννοια της αποκαθήλωσης των επιμέρους ιερών αληθειών κάθε συλλογικότητας και την απόδοση της καθοριστικής σημασίας, στο επίπεδο των κοινών.
3. Σχεδιασμός για το επόμενο διάστημα
Για να γίνει το σύγχρονο πανεπιστήμιο «πανεπιστήμιο των αναγκών» θα πρέπει οι φοιτητές να αποκτήσουν ενεργό ρόλο στη διαχείριση των προβλημάτων της σχολής τους, να ζυμωθούν πολιτικά και ιδεολογικά προκειμένου να μπορέσουν να έρθουν αντιμέτωποι με τις υπάρχουσες συνθήκες. Στη προσπάθεια να δημιουργήσουμε ένα πανεπιστήμιου που θα απάντα πρώτα και κύρια στις ανάγκες των φοιτήτων και κάθε κοινωνικής ομάδας που ζει μέσα σε αυτό, προκρίνουμε το εξής ενδεικτικό σχεδιασμό για το επόμενο σύντομο διάστημα:
 Όσον αφορά την τριτοβάθμια εκπαίδευση εν γένει, είναι δεδομένες μέχρι στιγμής μόνο οι κεντρικές κατευθυντήριες γραμμές του νομοσχεδίου Φίλη, καθώς και η συνέχιση της σύνδεσης του Πανεπιστημίου με την Αγορά. Οφείλουμε, για το λόγο αυτό, το επόμενο διάστημα να συμβάλουμε στην προσπάθεια να βρίσκονται οι Σύλλογοι σε ετοιμότητα και να οικοδομήσουν τις απαραίτητες αντιστάσεις έτσι ώστε να είναι σε θέση να αντιπαλέψουν το νέο νομοσχέδιο για την παιδεία, όταν αυτό διαμορφωθεί πλήρως. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει και εμείς από την πλευρά μας να ανοίξουμε στους Συλλόγους μια ευρεία κουβέντα για την παιδεία σχετικά με το νεοφιλελεύθερο, αντιδραστικό σχέδιο που υλοποιείται τα τελευταία χρόνια (συνθήκη της Μπολόνια, Σχέδια Αθηνά 1&2, νόμοι Διαμαντοπούλου/ Αρβανιτόπουλου) και την εναρμόνιση του νέου νομοσχεδίου στην κατεύθυνση αυτή, άρα και την περαιτέρω σύνδεση του Πανεπιστημίου με τις ανάγκες της αγοράς και τις τεράστιες προβληματικές που θέτει αυτή για τους φοιτητές και τις φοιτήτριες αλλά και για τις κοινωνικές ανάγκες συνολικά. Παράλληλα, προκειμένου η κουβέντα αυτή να αποτελέσει πραγματικά δημιουργική διαδικασία και να οδηγήσει στην οικοδόμηση αντανακλαστικών στο φοιτητικό κίνημα, είναι απαραίτητο να συμπεριληφθεί στην κουβέντα αυτή το στοιχείο του θετικού προτάγματος, το οποίο μπορεί να γίνει πράξη μόνο αν η φοιτητική κοινότητα αρχίσει να συζητά συγκροτημένα για τις ανάγκες τις και, τελικά, για το Πανεπιστήμιο των Αναγκών της. Όσον αφορά τον άμεσο σχεδιασμό και την επιτροπή εθνικού διαλόγου, η παρακαταθήκη που άφησε το μπλοκάρισμα των συνεδριάσεών της, από κοινού με τα υπόλοιπα αγωνιζόμενα τμήματα των συλλόγων, πρέπει να συνεχιστεί μέσα από το άνοιγμα του εγχειρήματος αυτού στους συλλόγους, την προσπάθεια εμπλοκής ανένταχτων φοιτητών/τριών και όλο και πιο ουσιαστικού συντονισμού με τις υπόλοιπες αριστερές συλλογικότητες εντός των κοινωνικών μας χώρων. Θεωρούμε ότι η έναρξη της συζήτησης για την παιδεία και η προσπάθεια ανάληψης δράσης εκ μέρους των φοιτητών θα λειτουργήσει προωθητικά στην ανασυγκρότηση και τη μαζικοποίηση των δημοκρατικών διαδικασιών των φοιτητών/ φοιτητριών.

  •  Ο «εθνικός διάλογος» για το νομοσχέδιο Φίλη αποτελεί μια συνέχεια της αντι-δημοκρατικής συνθήκης στα Πανεπιστήμια, στο βαθμό που η εμπλοκή των φοιτητών σε αυτόν είναι ανύπαρκτη. Το επόμενο διάστημα αυτή την αντι-δημοκρατική συνθήκη καλούμαστε να ανατρέψουμε. Είναι κομβικό ως ΑΡΕΝ να σηκώσουμε το αίτημα για διάχυση των εξουσιών στο Πανεπιστήμιο. Είναι κομβικό πλέον να αποφασίζουμε όλοι όσοι εμπλεκόμαστε στο Πανεπιστήμιο για εμάς. Αυτό δεν σημαίνει την επαναφορά της συνδιοίκησης όπως την ξέραμε αλλά σίγουρα σημαίνει την θέσμιση οργάνων με τη συμμετοχή φοιτητών, εργαζομένων και καθηγητών ισότιμα σε αυτά. Σημαίνει επίσης την πλήρη διαφάνεια των διοικητικών αποφάσεων και των οικονομικών των πανεπιστημίων. Πέρα από τα αιτήματα όμως ο εκδημοκρατισμός του Πανεπιστημίου σημαίνει και τον εκδημοκρατισμό των διαδικασιών των ίδιων των φοιτητών και την ανασυγκρότηση των συνδικαλιστικών μας οργάνων. Σε όλα αυτά πρέπει να επιμείνουμε το επόμενο διάστημα. Μπορεί να μην υπάρχουν μαγικές λύσεις για την επαναφορά της δημοκρατίας και την ανάκτηση του Πανεπιστημίου αλλά σίγουρα αξίζει.
  • Η κατάσταση που αντιμετωπίζουμε (μεταξύ άλλων συνεχής υποχρηματοδότηση, υποβάθμιση κοινωνικών παροχών ), τα σχήματα μας καλούνται να ξεπεράσουν την απλή αιτηματολογία και να φτάσουν σε σημείο να παράγουν συγκεκριμένα πολιτικά αποτελέσματα. Λόγου χάρη, για τα φοιτητικά ζητήματα (όπως σίτιση, στέγαση) μπορούμε να προκρίνουμε περισσότερες θεματικές εσωτερικές διαδικασίες σε τακτά χρονικά ζητήματα, οι οποίες να εξυπηρετούν τόσο την εσωτερική μας ζύμωση όσο και τη κινητοποίηση μας με πρακτικές προτάσεις (παρεμβάσεις, ακτιφ, εγχειρήματα αυτοδιαχείρισης). Ωστόσο ,αναγνωρίζοντας την οργανωτική μας ανεπάρκεια, δεν μπορούμε να εθελοτυφλούμε: τέτοιες αναβαθμισμένες πολιτικές δράσεις απαιτούν την αυτοπρόσωπη παρουσία μας και την επιστροφή στις σχολές. Σε αυτή τη λογική, προκρίνουμε το Πανελλαδικό Συντονιστικό της δικτύωσης να αποκτήσει αναβαθμισμένο οργανωτικό ρόλο, χωρίς να διεκδικεί την παραγωγή κεντρικής γραμμής για τη δικτύωση, ώστε α) σε πρώτο χρόνο να λειτουργήσει καταλυτικά στην οργανωτική μας ανασυγκρότηση (ανά περιοχή, ίδρυμα κτλ) και β) να ασχοληθεί με την οργάνωση και προετοιμασία πολιτικά προωθητικών διαδικασιών και δράσεων.
  • Σχετικά με τη μετωπική συμπόρευση των συλλογικοτήτων της Ριζοσπαστικής Αριστεράς εντός των Πανεπιστημίων και ΤΕΙ θεωρούμε ότι η συνεισφορά μέχρι τώρα που αποτύπωσαν οι διαδικασίες των κοινών σχημάτων , των κοινών εκδηλώσεων και κειμένων σε πολλούς κοινωνικούς χώρους Πανελλαδικά είναι θετική. Οι παραπάνω κινήσεις πρέπει να συνεχιστούν με εμπλοκή ανένταχτου κόσμου και με εμπλουτισμό των δράσεων, έτσι ώστε να μπορέσουμε να δημιουργήσουμε μια κοινή στόχευση και στο κινηματικό. Τέτοια κατεύθυνση και στόχευση μπορεί να έχουμε σε θέματα που ανοίγουν κεντρικοπολιτικά όπως το ασφαλιστικό νομοσχέδιο που φέρνει η μνημονιακή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσα από κοινές επιτροπές αγώνα φοιτητών, νέων εργαζόμενων (πρωτοβάθμια σωματεία) αλλά και άλλων συλλογικοτήτων.
  • Τέλος, στο ζήτημα του προσφυγικού μπορούμε μέσω των γενικών συνελεύσεων και της παρέμβασής μας στα μαθήματα με κείμενα των σχημάτων αλλά και άλλων πρωτοβουλιών να ενημερώσουμε σχετικά με το ζήτημα, να αφήνουμε το στίγμα μας καλώντας παράλληλα στη στήριξη των κινήσεων αλληλεγγύης αλλά και στη δημιουργία νέων δομών αντιπαραδείγματος απέναντι στον συχνά ξενοφοβικό κυρίαρχο λόγο. Σε αυτό το κομμάτι μπορούμε να επιδιώξουμε κοινά σχήματα και κοινές δράσεις με άλλους συναγωνιστές/στριες.

                                    ξανά μοιράζοντας το αστέρι σ’ όσους κόπιασαν να ‘ρθουν


                       

             Για μία νέα φοιτητική αριστερά!*

Η αναγκαιότητα

Η ελληνική κοινωνία, και οι Φοιτητικοί Σύλλογοι ως υποσύνολο αυτής, βρίσκονται αυτή τη στιγμή σε μια σταδιακή ενσωμάτωση ενός διάχυτου συναισθήματος ήττας και αδράνειας. Οι μεγάλοι αγώνες που δόθηκαν την τελευταία πενταετία φαίνεται να μην μπορούν να συνοψιστούν στην αποτύπωση ενός συνολικού, ανατρεπτικού αποτελέσματος. Η αγνόηση του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος από τη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και η συνακόλουθη υπογραφή του 3ου Μνημονίου αποτέλεσε μια καθοριστική διάψευση των προσδοκιών μεγάλης μερίδας της ελληνικής κοινωνίας που είχε μπει λιγότερο ή περισσότερο σε μια τροχιά αντίστασης στην συνεχιζόμενη λιτότητα.

Πιο συγκεκριμένα στο Πανεπιστήμιο, η πολιτική κρίση που περιγράφηκε ως επικρατούσα στους Φοιτητικούς Συλλόγους έδωσε πάτημα σε αντιδραστικά κομμάτια φοιτητών να συγκροτήσουν πολιτικά υποκείμενα και να παλέψουν πλέον ανοιχτά για την επικράτηση της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας του ατομικισμού εντός του φοιτητικού σώματος. Τα πολιτικά υποκείμενα αυτά έρχονται να προστεθούν στον ήδη υπάρχοντα δεξιό, κυρίαρχης αντίληψης φοιτητικό συνδικαλισμό της ΔΑΠ-ΝΔΦΚ και της ΠΑΣΠ. Μεταξύ αυτών των δυνάμεων επικρατεί μια άτυπη συμμαχία αρχών, θέσεων και στόχων που όχι μόνο ενισχύει αλλά και πολιτικοποιεί με τρόπο ενεργητικό την πλειοψηφία των φοιτητών στη κατεύθυνση της ιδιώτευσης και της αδράνειας.

Η κατάσταση αυτή συγκροτεί μια πρόκληση, ένα ερώτημα για την φοιτητική αριστερά που βλέπει τις θέσεις που είχε κατακτήσει τα προηγούμενα χρόνια να υποχωρούν. Συνιστά δηλαδή μια αναγκαιότητα που επιβάλλει στην φοιτητική αριστερά να συγχρονίσει ακόμα περισσότερο την παραγωγή πολιτικού σχεδίου και τις αντιστάσεις που προσπαθεί να γειώσει.

Η ανάγκη ανασύνθεσης της φοιτητικής αριστεράς σήμερα βασίζεται στην παραδοχή ότι τα βασικά πολιτικά σχέδια της αδυνατούν να γίνονται ηγεμονικά, να κερδίζουν υλικές νίκες και να απαντούν επιτυχημένα και ηγεμονικά στις ανάγκες των φοιτητών. Η πολιτική οπισθοχώρηση του φοιτητικού κινήματος τα τελευταία 5 χρόνια, η κρίση του συνδικαλιστικού υποδείγματος και των μεθόδων παρέμβασης εντός των σχολών, η αδυναμία συγκρότησης οργανωμένων αντιστάσεων, αποτελούν βασικά αναπάντητα ερωτήματα στα οποία καλούνται να απαντήσουν όλες οι αριστερές ριζοσπαστικές συλλογικότητες μέσα στα πανεπιστήμια.

Η δυνατότητα

Η αναγκαιότητα δεν είναι όμως ο μόνος παράγοντας που πρέπει να οδηγήσει σήμερα τις δυνάμεις της φοιτητικής αριστεράς σε μια αναβαθμισμένη πολιτική και οργανωτική προσέγγιση. Η ίδια η πραγματικότητα και οι πυκνές κεντρικοπολιτικές εξελίξεις του τελευταίου χρόνου έχουν οδηγήσει τα άτομα και τις συλλογικότητες σε μεγάλες μετατοπίσεις θέσεων και στόχων, ευτυχώς προς την κατεύθυνση της σύγκλισης. Θεωρούμε πως η δυνατότητα που μας δίνεται σήμερα να αναδιατάξουμε τις δυνάμεις μας και να βγούμε στους συλλόγους και την κοινωνία ενωμένοι, με συνδυασμένη μαζικότητα και κοινή πολιτική αφήγηση δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να μας προσπεράσει.

Πολιτικές δυνάμεις που στο παρελθόν έχουν λειτουργήσει ακόμα και αντιπαραθετικά, προερχόμενες από τελείως διαφορετικά ρεύματα, μπορούν σήμερα να μπουν σε μια διαδικασία πολιτικής αλληλομόλυνσης και να ανταλλάξουν στοιχεία, όχι με την απλή συγκόλληση πρακτικών και αναλύσεων, αλλά δημιουργώντας μια νέα πολιτική αφήγηση. Για εμάς, απαραίτητη προϋπόθεση για να προχωρήσει αυτή η δυναμική διαδικασία, είναι να μείνουμε μακριά από τους μικρο-ηγεμονισμούς του παρελθόντος.

Όλα αυτά τα χρόνια, η ενεργή εμπλοκή των συλλογικοτήτων μας στην πολιτική διαπάλη εντός και εκτός των τειχών του Πανεπιστημίου, η οργανική σχέση μας με τους προβληματισμούς και τις εξελίξεις της συγκυρίας και η στράτευσή μας στην υπόθεση της παραγωγής ενός σύγχρονου πολιτικού σχεδίου για την ριζοσπαστική-αντικαπιταλιστική αριστερά μας οδήγησε σε επιτυχίες και σε αποτυχίες. Σήμερα, πρέπει με νηφαλιότητα να κεφαλαιοποιήσουμε αυτή την εμπειρία. Η διαδικασία πολιτικής σύγκλισης των συλλογικοτήτων μας μπορεί να γίνει η απάντηση στην έλλειψη ενός μαζικού ηγεμονικού αριστερού υποκειμένου εντός του χώρου των Πανεπιστημίων.

Ο μέχρι-στιγμής απολογισμός της χρονιάς

Από την αρχή της ακαδημαϊκής χρονιάς, οι ανασυνθετικές διαδικασίες δειλά αλλά αποφασιστικά και σε εν τέλει μεγάλο αριθμό σχολών (Νοπε, Ασοεε, Φλς Αθήνας, Δπθ, Πάτρα) έχουν πάρει σάρκα και οστά. Ενιαία πλαίσια και διαδικασίες συγγραφής τους από κοινού, κοινές εκδηλώσεις για φοιτητικά ζητήματα, την εργασιακή προοπτική και το προσφυγικό, κοινά σχήματα, ακόμα και κοινά υλικά παρέμβασης αποδεικνύουν ότι τελικά το μεγαλύτερο κομμάτι της φοιτητικής αριστεράς όντως αντιλαμβάνεται προωθητικά την αναγκαιότητα και την δυνατότητα που περιγράφηκε παραπάνω.

Ωστόσο, ένας απολογισμός θα ήταν κενό γράμμα εάν δεν περιλαμβάνει στοιχεία κριτικής ώστε να δίνει και προοπτικές βελτίωσης. Για εμάς η ανασυνθετική διεργασία προϋποθέτει και στηρίζεται πάνω ακριβώς στην ισότιμη συμμετοχή όλων των συλλογικοτήτων που την απαρτίζουν. Οπότε, λογικές που έχουν παρατηρηθεί οι οποίες αντιλαμβάνονται το πεδίο αυτό ως ευκαιρία ηγεμονίας πολιτικών σχεδίων ή ενσωμάτωσης πολιτικής/οργανωτικής υπόλοιπων δικτυώσεων, απέχουν πολύ από τις έννοιες της συντροφικότητας, της αλληλοόσμωσης και της εν τέλει προοπτικής υπέρβασης τόσο προηγούμενων παθογενειών και βεβαιοτήτων. Στην Αριστερή Ενότητα, όσοι βέβαιες/οι είμαστε για την ανασύνθεση ως προϋπόθεση για την ίδια την ύπαρξη της αριστεράς και του κινήματος, τόσο τα στοιχεία που έχουμε να συνεισφέρουμε σε αυτήν (δημοκρατία ως μέσο και σκοπός, αντισεξισμός, οριζοντιότητα, αντιφασισμός/αντιρατσισμός κτλ), δεν έχουμε καμία διάθεση να τα απεμπολήσουμε.

Γιατί η τακτική πρέπει να υποτάσσεται στην στρατηγική

Θεωρώντας, λοιπόν, ότι οι διαδικασίες το επόμενο διάστημα θα προχωρήσουν αν όχι με τον ίδιο (με ακόμα μεγαλύτερο) βαθμό κινηματικής και πολιτικής συμπόρευσης, δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε τις φοιτητικές εκλογές ως έναν ακόμα μεγάλο κόμβο αυτής της πορείας. Για εμάς μια εκλογική συνεργασία η οποία θα έρχεται σε συνέχεια με τα βήματα της προηγούμενης περιόδου, η οποία θα διασφαλίζει την ισοτιμία των πολιτικών δυνάμεων που θα την αποτελέσουν, η οποία θα αξιολογεί σημαντικότερη την πρωτοβουλία ως τέτοια και την αρχή του υπερκερασμού της μεταπολιτευτικής πολυδιασπασμένης αριστεράς με ριζοσπαστική/χειραφετητική προοπτική παρά την επίλυση όλων των διαφωνιών με σκοπό επικράτησης της μοναδικής αλήθειας, θα αποτελέσει πραγματική τομή στον τρόπο άσκησης πολιτικής (ξεκινώντας από το κομμάτι του παν/μίου) και από κάθε επιμέρους κοινωνικό χώρο θα μπορούμε πια να μιλήσουμε για μια πανελλαδικής εμβέλειας κίνηση ενάντια στα σχέδια όσων μας κλέβουν το παρόν και το μέλλον!

Με βάση τα παραπάνω και με το βλέμμα στραμμένο στην οργάνωση των αντιστάσεων των υποτελών, καλούμε τις δυνάμεις των ΕΑΑΚ, του ΑΡΔΙΝ, κάθε αριστερό/ή αγωνιστή/στρια , αλλά και κάθε ανένταχτο/η φοιτητή/φοιτήτρια που δεν βλέπει το μέλλον του/της να χωράει στα σχέδια των κυρίαρχων, να βρεθούμε μαζί στην προσπάθεια για την οργάνωση των αγώνων του μέλλοντος και ενός ελπιδοφόρου κοινωνικού και πολιτικού μετώπου, που θα υπερβαίνει τους υπάρχοντες σχηματισμούς. Οφείλουμε να φανούμε αντάξιοι των περιστάσεων και να διαψεύσουμε όλους εκείνους που επιμένουν να μας χαρακτηρίζουν ως μια χαμένη γενιά!

* συνημμένο κείμενο συμβολής στην απόφαση του Πανελλαδικού διημέρου της Αριστερής Ενότητας

Μοιράσου το